
Στην ουσία το διακύβευμα είναι ποιος θα διαχειριστεί καλύτερα το μνημόνιο.
Ποιος δηλαδή μπορεί μέσα σ' αυτές τις ασφυκτικές συνθήκες να κρατήσει όρθια την οικονομία και την κοινωνία.
Με λίγα λόγια το δίλημμα είναι: δεξιά διαχείριση ή αριστερή διαχείριση;
(καλά, για τα κόμματα της απόσχισης από τον δυτικό κόσμο, δεν το συζητώ... αν ποτέ δυναμώσουν, θα μας πάνε σε εμφύλιο)
Λοιπόν... τί να επιλέξεις;
Δεξιά ή αριστερή διαχείριση;
Ένας καλός αναλυτής της πολιτικής μου 'λεγε πέρυσι: "η δεξιά είναι καλύτερη για να δημιουργήσει πλούτο και η αριστερά καλύτερη για να τον μοιράσει δικαιότερα".
Μπορώ να πω ότι κατά τη διάρκεια της πρώτης αυτής εμπειρίας από αριστερή διακυβέρνηση, ανέτρεξα πολλές φορές σε αυτήν τη σοφή ρήση.
Σκεπτόμενος πάντοτε: "Σε ποιο σημείο βρισκόμαστε; Στη φάση που πρέπει να αυξήσουμε τον παραγόμενο πλούτο ή στη φάση που πρέπει να τον διανείμουμε δίκαια;"
Κάποιος θα πεταχτεί και θα μου πει: "μα καλά... δεν μπορούν να γίνουν και τα δύο ταυτόχρονα;"
Θα απαντήσω "δυστυχώς, όχι"
Στον καπιταλισμό (όπως και σε κάθε άλλο σύστημα), η οικονομική ανάπτυξη και η ακριβοδίκαιη κατανομή του πλούτου είναι αδύνατο να συμβούν ταυτόχρονα.
Βρίσκονται βέβαια σε διαλεκτική σχέση μεταξύ τους και επικρατεί άλλοτε το ένα και άλλοτε το άλλο, αλλά ταυτόχρονα δε γίνονται.
Βέβαια η κυριαρχία του ενός δεν ακυρώνει εξ ολοκλήρου το άλλο, αλλά όσο να 'ναι μιλάμε για αντίρροπες δυνάμεις που τραβούν εκατέρωθεν ένα σκοινί.
Επομένως, επιστρέφουμε στο καίριο ερώτημα: τι έχει ανάγκη η χώρα μας σήμερα περισσότερο;
Να αυξήσει τον παραγόμενο πλούτο;
Ή να μοιράσει δικαιότερα τον τρέχοντα πλούτο;

Νομίζω πως όλοι συμφωνούμε πως ζούμε σε μια χώρα ελλειμματική που (αφού τις καλές εποχές κατάπιε την κάμηλον) σήμερα διυλίζει τον κώνωπα πλέον για να βρει τρόπο να πληρώσει τις υποχρεώσεις της, εσωτερικές και εξωτερικές.
Φόροι επί φόρων και περικοπές επί περικοπών, προκειμένου να ισοσκελιστεί ο κρατικός προϋπολογισμός και τα έσοδα να φτάσουν τα έξοδα.
Κι επειδή δεν τα φτάνουν, έρχονται οι Ευρωπαίοι και καλύπτουν τη μαύρη τρύπα του ελλείμματος, με αντάλλαγμα σκληρά μέτρα λιτότητας.
Και, επειδή τρόπος για να ξεφύγει πραγματικά από αυτήν την κατάσταση δεν είναι φυσικά οι ονειρώξεις των εμφυλιοπολεμικών (α συγνώμη δεν υπάρχουν εμφύλιοι, παρά μόνο ταξικοί πόλεμοι), αλλά μοναδικός τρόπος για να ξεφύγουμε πραγματικά απ' αυτήν την αδιανόητη κατάσταση είναι η αύξηση του πλούτου.
Αν αυξηθεί ο πλούτος που παράγει η χώρα, τότε θα έρθουν τα πλεονάσματα που θα μας απαλλάξουν από την υποχρέωση επιβολής νέων μέτρων λιτότητας και οι θετικοί ρυθμοί ανάπτυξης θα διατηρήσουν τις υφιστάμενες θέσεις εργασίας και θα δημιουργήσουν νέες.
Μόνο αν επιτευχθούν αυτά θα ξεφύγει η χώρα από τη μνημονιακή λιτότητα και φυσικά μόνο αν επιτευχθούν αυτά θα καταστεί δυνατή η πραγματική επαναφορά των εργασιακών δικαιωμάτων και η αύξηση των μισθών και των συντάξεων.
Όσες απόπειρες κι αν κάνουν οι κυβερνώντες για διά νόμου αύξηση του κατώτατου μισθού, δεν υπάρχει ούτε μια περίπτωση στο εκατομμύριο να ανέβουν πραγματικά οι μισθοί.
Αφού το αξίωμα "ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος" (λέγε με και "αγορά") είναι ισχυρότερο από τον οποιοδήποτε εργασιακό νόμο.
Κακά τα ψέματα, οι περισσότερες επιχειρήσεις (και ιδίως οι πιο ανίσχυρες) δεν είναι σε θέση να αυξήσουν μισθούς.
Και επομένως ένα νομοθέτημα αύξησης μισθών είτε θα τις οδηγούσε στην παρανομία (δηλαδή να τα δίνουν εικονικά, αλλά στην πραγματικότητα να πληρώνουν λιγότερα) είτε σε απολύσεις (για να διατηρήσουν ανέπαφο το άθροισμα του εργασιακού κόστους) είτε σε λουκέτο (και να ησυχάσουν).
Και βέβαια αυτές που θα επιβιώσουν θα είναι οι μεγάλες επιχειρήσεις, οι οποίες μπορούν να απορροφήσουν για ένα διάστημα (ώσπου να κλείσουν οι μικρές) την αύξηση του εργασιακού κόστους, ώσπου να το ξανακατεβάσουν, όντας μόνες τους στην αγορά και με μεγαλύτερη ανεργία.
(μιλάμε δηλαδή για φιλολαϊκή παρέμβαση που καταλήγει -άθελά της- φιλο-ολιγαρχική και ολιγοπωλιακή!)
Ταυτόχρονα, είναι δεδομένο πως, όσο έξω από την πόρτα του κάθε εργοδότη στοιβάζονται εκατοντάδες άνεργοι, τόσο οι μισθοί θα κρατιούνται χαμηλά και θα χαμηλώνουν έτι περισσότερο, λόγω του θεμελιώδους διπόλου "προσφορά-ζήτηση".
Άρα, ρεαλιστικά δεν μπορούμε να μιλάμε για αποκατάσταση της εργασιακής κανονικότητας, αν και εφόσον α) δεν κινηθεί χρήμα στην αγορά και β) δε μειωθεί αισθητά η ανεργία.
Το ερώτημα λοιπόν είναι τελικά πώς θα κινηθεί χρήμα στην αγορά και πώς θα δημιουργηθούν πολλές νέες θέσεις εργασίας.

Πώς θα γίνουν λοιπόν αυτά;
Τι είδους διαχείριση χρειάζεται για την επίτευξή τους;
Ο ΣΥΡΙΖΑ μέχρι στιγμής έχει δείξει πως τον ενδιαφέρει να προστατεύσει τα μεγαλύτερα θύματα της κρίσης: αυτούς δηλαδή που αυτή τη στιγμή δυσκολεύονται να επιβιώσουν, δίνοντάς τους επιδόματα, κάρτες σίτισης κλπ.
Αφενός θετική πρωτοβουλία, αφού κάθε νοήμων άνθρωπος αντιλαμβάνεται την ανάγκη προφύλαξης αυτών των ανθρώπων.
Αφετέρου, όμως, οικονομικά αδιέξοδη.
Οι Κινέζοι λέγανε "μη δώσεις ψάρι στον πεινασμένο - μάθε τον να ψαρεύει".
Ο ΣΥΡΙΖΑ λοιπόν αυτό που κάνει είναι να δίνει ψάρι στον πεινασμένο.
Αλλά ως πότε;
Το θέμα δεν είναι να αυξηθούν οι κάρτες σίτισης σ' αυτούς που τις έχουν ανάγκη.
Το θέμα είναι να μειωθούν αυτοί που τις έχουν ανάγκη.
Και αυτοί θα μειωθούν μόνο αν τα λεφτά κατευθυνθούν στοχευμένα εκεί που θα δημιουργηθούν θέσεις εργασίας, ώστε να πιάσουν δουλειά αυτοί που ζουν σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας και να πάψουν να 'χουν ανάγκη τις κάρτες σίτισης.
Βέβαια, μέχρι να αποδώσουν αυτές οι κινήσεις, είναι απαραίτητη η μέριμνα για να φάνε στο μεταξύ αυτοί οι άνθρωποι.
Αυτό που λέω, όμως, είναι ότι πρέπει το βάρος να πέσει κυρίως στην εύρεση δουλειάς.
Και ενδεχομένως να είχε θετικότερα αποτελέσματα η επιδότηση της εργασίας αυτών των ανθρώπων παρά η επιδότηση της ανεργίας τους.
Αφού το κράτος τα δίνει που τα δίνει αυτά τα χρήματα, καλύτερο θα ήταν να τους τα δίνει ανταποδοτικά για κάποιο έργο που παράγουν και όχι ως επίδομα.
Αυτό θα κάνει καλό και στους ίδιους που θα επανενταχθούν στην παραγωγική διαδικασία και δε θα αισθάνονται αδύναμοι και εκτός κοινωνίας, θα κάνει καλό και στην οικονομία αφού θα αυξηθεί ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός και η παραγωγικότητα, αλλά και στην κοινωνία εν γένει, αφού με την εργασία τους θα καλύψουν κάποια ανάγκη.
Χρειάζεται να πέσει ρευστό στην αγορά. Νέο χρήμα. Και αυτό μπορεί να πέσει μέσω επενδύσεων δημοσίων και ιδιωτικών, μέσω επιδοτήσεων, μέσω τόνωσης της απασχόλησης κλπ.
Τα λεφτά γι' αυτούς τους σκοπούς υπάρχουν. Είναι 35 δισ. ευρώ του πακέτου Γιούνκερ για το 2014-2020, αλλά και ένα αδιάθετο (ακόμη!) μέρος του προηγούμενου πακέτου ΕΣΠΑ (2007-2013).

Αλλά και οι συντάξεις, για να μη μειωθούν περαιτέρω και να υπάρξει τρόπος να διατηρηθούν και να αυξηθούν, ει δυνατόν, στο μέλλον, πρέπει κάπως να πληρώνεται το ασφαλιστικό σύστημα.
Και, όπως ξέρουμε όλοι, το ασφαλιστικό σύστημα είναι σε πλήρη κατάρρευση και κρατιέται με τα δόντια από τον κρατικό προϋπολογισμό, ο οποίος πλέον δεν μπορεί να το τροφοδοτήσει επαρκώς.
Για να κρατηθούν είτε άμεσα είτε μακροπρόθεσμα οι συντάξεις σε αξιοπρεπή επίπεδα, θα πρέπει να αυξηθούν τα χρήματα που εισρέουν στα ταμεία από τους εργαζομένους.
Αλλιώς το τσεκούρι στις συντάξεις είναι αναπόφευκτο.
Η τακτική του ΣΥΡΙΖΑ (και εν γένει της αριστεράς), όμως, να αυξήσει τις ασφαλιστικές εισφορές ανά εργαζόμενο είναι αδιέξοδη, διότι και μειώνει εμμέσως το εισόδημα του εργαζομένου, αλλά και αυξάνει το εργασιακό κόστος με αποτέλεσμα είτε τον περιορισμό των θέσεων εργασίας είτε την αύξηση της μαύρης εργασίας εις βάρος των ταμείων.
Αυτό που πρέπει να γίνει για να αυξηθούν τα έσοδα των ταμείων είναι η αύξηση των εργαζομένων και όχι η αύξηση των εισφορών ανά ασφαλισμένο. Το τελευταίο είναι οικονομικά εγκληματικό.
Πρέπει, μάλιστα, να μειωθούν οι εισφορές ανά εργαζόμενο, ώστε να δοθεί κίνητρο για δημιουργία νέων θέσεων εργασίας (το σημερινό 41% του μισθού ως εισφορά είναι γελοίο).
Επιστρέφουμε λοιπόν στο κυρίαρχο ζητούμενο: μείωση της ανεργίας- αύξηση της εργασίας.
Αλλά για να γίνουν αυτά τα πράγματα, πρέπει να τα σκεφτούν και να τα εφαρμόσουν οι όποιοι κυβερνώντες.
Και δυστυχώς βρισκόμαστε μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης.
Απ' τη μια έχουμε τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος, για να σώσει την... ψυχή του από την ψήφιση του μνημονίου, είναι ικανός να ρίξει όλα τα λεφτά στα συσσίτια και στις κάρτες αλληλεγγύης, που, όπως δείξαμε παραπάνω, αν δε συνοδευτούν από πολιτικές επανένταξης στην αγορά εργασίας και πολιτικές στήριξης της αγοράς με ρευστό, είναι αδιέξοδες και αποτελούν απλώς κυνήγι της σκιάς μας, με αποτέλεσμα λόγω της οικονομικής αναποτελεσματικότητας των μέσων, να καταλήγουμε πάλι σε νέα μέτρα.
Απ' την άλλη έχουμε τη ΝΔ, η οποία έχει αποδείξει πως, αν και αντιλαμβάνεται αυτό που λέω, δεν την πολυκόφτει και διαθέτει μεγάλο μέρος των κονδυλίων σε "ημετέρους" και σε μεσάζοντες της κατάρτισης, με αποτέλεσμα ένα μέρος των κονδυλίων να πέφτει στην πραγματική οικονομία και ένα άλλο να οδηγείται στις... Ελβετίες. Επίσης, δεν την πολυκόφτει γι' αυτούς που βρίσκονται σε απόλυτη ένδεια και δεν έχει κανένα πρόβλημα να προχωρήσει σε πλήρη απελευθέρωση πλειστηριασμών κλπ.
Αυτό το 7μηνο έγιναν πολλά και σημαντικά, τα οποία μάλλον έπρεπε να γίνουν.
Έπρεπε να ειπωθεί επιτέλους ένα "όχι" σ' αυτά τα παράλογα και αδιέξοδα προγράμματα λιτότητας.
Έπρεπε ο Έλληνας να βροντοφωνάξει πως δεν πάει άλλο.
Αλλά, εφόσον είναι αυτές οι παγκόσμιες συνθήκες, ο Έλληνας είναι προφανές πως δε θα τα καταφέρει μόνος του εναντίον όλων και όσοι τον ωθούν να πολεμήσει μέχρι τέλους μόνος του ολόκληρο το παγκόσμιο οικονομικο-πολιτικό σύστημα είναι είτε αφελείς είτε επικίνδυνοι.
Ο Έλληνας έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει, αντιμετωπίζοντας ακόμη και τον έσχατο κίνδυνο.
Δε θα κάτσει να θυσιαστεί ως Ιφιγένεια, όμως, για να σωθούν οι άλλοι!
Δε θα γίνει ο μαλάκας της υπόθεσης για να του κάνουν μεγαλοπρεπές μνημόσυνο μετά οι υπόλοιποι εξαίροντας τον ηρωισμό του κουφαριού του απέναντι στην ευρω-αυτοκρατορία.
Ας κάνουν τώρα κάτι και οι άλλοι ευρωπαϊκοί λαοί που μαστίζονται από τη λιτότητα, για να αλλάξουν τη μοίρα τους και να μην περιμένουν τα πάντα από τον Έλληνα.
Δεν μπορεί όμως η χώρα μας να βρίσκεται διαρκώς σε εμπόλεμη κατάσταση!
Τώρα, μετά τη μάχη, χρειάζεται ηρεμία, ανασύνταξη και σταθεροποίηση στη χώρα, για να κλείσουν οι πληγές που αναγκαστικά και αναπόφευκτα άνοιξαν κατά τη διάρκεια της 7μηνης σκληρής και αιματηρής μάχης με τους δανειστές..
(σ.σ. Το ότι αυτούς τους 7 μήνες η χώρα μου βίωνε έναν πόλεμο με τους ξένους δανειστές με οδήγησε προφανώς στην επιλογή να στηρίζω απόλυτα τον εκφραστή και εκπρόσωπο της χώρας μου, τον πρωθυπουργό της, Αλέξη Τσίπρα. Το θεωρώ πατριωτικό καθήκον. Αυτό δε σημαίνει, όμως, πως συμφωνούσα με όλα όσα γίνονταν. Ήδη απ' τον Απρίλη με έζωναν τα φίδια για το πού πάμε. Αλλά η ώρα του πολέμου είναι ακατάλληλη για διαφωνίες. Ο πόλεμος απαιτεί πίστη και πειθαρχία. Τώρα, όμως, με τα όπλα να έχουν σιγήσει, μπορούμε πια να κάνουμε μια γενικότερη κριτική για όσα έγιναν και όσα πρέπει να γίνουν στο εξής. Φίλος μεν Τσίπρας, φιλτάτη δε η χώρα...)
Και τώρα, τί να επιλέξει κανείς;
Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα.
Απ' τη μια ιδεοληπτικοί με συνειδησιακό πρόβλημα κι απ' την άλλη η ολιγαρχία δυο αιώνων.
Οι μεν βγάζουν... φλύκταινες όταν ακούν για κάτι ιδιωτικό και βλέπουν τον ψιλικατζή ως... κεφάλαιο που πρέπει να συντρίψουν, ενώ οι δε είναι σε θέση να καταπιούν τα δικαιώματα των μισθωτών ιδιωτικού και δημοσίου τομέα.
Ίσως η απάντηση να βρίσκεται πίσω απ' το αρχικό ερώτημα:
Η χώρα μας είναι αυτή τη στιγμή στη φάση που έχει ανάγκη περισσότερο να αυξήσει τον παραγόμενο πλούτο ή να να μοιράσει δίκαια τον παραχθέντα πλούτο;
Θεωρώ πως μάλλον τον πρώτο ισχύει περισσότερο στην παρούσα φάση.
Και στη συνέχεια, αφού παραχθεί πλούτος, να κοιτάξουμε να τον μοιράσουμε δικαιότερα.
Και τελοσπάντων, οι σοσιαλιστές τα έχουν σκεφτεί όλα, εκτός από το πώς θα παράγουν πλούτο...
(αφού αντιτίθενται στο κέρδος που αναμφισβήτητα είναι και το βασικό κίνητρο της παραγωγής.)
Εξάλλου, όπως έλεγε και ο πάντα εύστοχος Τσώρτσιλ: "Ο καπιταλισμός έχει ένα ελάττωμα: την άνιση κατανομή του πλούτου. Ενώ ο σοσιαλισμός την ίση κατανομή της φτώχειας"...
ΥΓ.: Σκέφτομαι ώρες-ώρες: Βρε αδερφέ, αφού δεν το γλιτώνουμε... θα εφαρμοστεί που θα εφαρμοστεί το γαμημένο το μνημόνιο... ας το εφαρμόσουν τουλάχιστον αυτοί που μπορούν, γιατί οι άλλοι ή θα αυτοδιαλυθούν στα εξ ων συνετέθησαν ή θα ξαναδιασπαστούν και θα 'χουμε πάλι τα ίδια: εκλογές και μπάχαλο κάθε τρεις και λίγο, με τη χώρα να βαδίζει σε τεντωμένο σκοινί διαρκώς.