Τετάρτη, Απριλίου 17

«Η Ομόνοια, κάποτε, ήταν το «κέντρο του κόσμου»»

«Οποιος έκλεισε την επιχείρηση, το μαγαζί του, είναι σαν να 'χει χάσει παιδί. Το ίδιο ισχύει και για τους υπαλλήλους» μας τονίζει ο Στάθης Μεταξάς.
ΤΑ ΜΑΓΑΖΙΑ ΜΑΣ ένα ένα κλείνουνε. Στη γειτονιά μου, ένας φούρνος, ένα βιντεοκλάμπ, ένα ντελικατέσεν (που η αλήθεια είναι ότι, ε, τις βάραγε λίγο τις τιμές ο αθεόφοβος!), προχθές στο κέντρο της Αθήνας, εκεί που πήγα να αφήσω το αυτοκίνητό μου, μια ταμπέλα χειρόγραφη στην κλειστή γκαραζόπορτα, «λόγω κρίσης, φεύγουμε», σε μια στοά της Πανεπιστημίου ο κύριος Λιάκος από τον οποίο, από σχολιαρόπαιδο, αγοράζαμε τα ξυπνητήρια μας. Δικά μας μαγαζιά, κι ας μην είμαστε εμείς οι ιδιοκτήτες.
Είναι άσχημο το συναίσθημα. Δεν περιγράφεται, παρά μόνο με ένα δάκρυ εσωτερικό, όταν αντικρίσεις άδειο χώρο. Περπατώ στην Ομόνοια, σε στέκια και καταστήματα ιστορικά - επίσης δικά μας. Και μπαίνω μέσα σ' ένα από αυτά, με την ελπίδα ότι θα με διαβεβαιώσουν πως «εμείς δεν θα κλείσουμε»...
«Οποιος έκλεισε την επιχείρηση, το μαγαζί του, είναι σαν να 'χει χάσει παιδί. Το ίδιο ισχύει και για τους υπαλλήλους» μας τονίζει ο Στάθης Μεταξάς. Οπτικά Μεταξάς. Ιστορία μεγάλη. Σαν του Μπακάκου το φαρμακείο. Σαν της ίδιας της πλατείας. Με υποδέχεται ο γιος του ιδρυτή του καταστήματος οπτικών, ο κ. Στάθης Μεταξάς. Προβληματισμένος. Σκεπτικός. Αλλά ψύχραιμος. Δεν μου αρέσει αυτός ο συνδυασμός...
Ο τζίρος «έχει μειωθεί σημαντικά». Δεν μου λέει πόσο. Μένει στο «σημαντικά». Σαν να θέλει να ξορκίσει το κακό, αποφεύγοντας να πει τους αριθμούς, που ασφαλώς και ξέρει. Τη σέβομαι απολύτως αυτήν την ψυχολογική ντρίμπλα. «Υπάρχει υποχώρηση αρκετά μεγάλη, σε υψηλό διψήφιο αριθμό, πανελλαδικά, το γυαλί ηλίου. Είναι ένα έξοδο που, επί του παρόντος, ο κόσμος θεωρεί μη αναγκαίο, και το αναβάλλει μέχρις ότου αναπνεύσει από τα άλλα έξοδα».
Η επιχείρηση (κεντρικό κατάστημα στην Ομόνοια, υποκατάστημα στη Νέα Ερυθραία) απασχολεί 48 άτομα. Τον ρωτώ εάν περνά από τη σκέψη του, τώρα, εάν θα μπορέσει να τους κρατήσει όλους.
«Υπάρχει ένας πυρήνας ανθρώπων που ήταν πιστοί και έχουν δείξει ότι αγαπάνε την επιχείρηση. Οταν δω ότι δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς, θα μιλήσω με αυτούς τους ανθρώπους για να δω εάν αυτοί μπορούν να με βοηθήσουν εάν αποφασίσω ότι πρέπει να μειωθεί το ανθρώπινο δυναμικό. Διότι το πρώτιστο είναι να επιβιώσει η επιχείρηση, η οποία είναι σαν ένα παιδί που μεγαλώνεις και δεν θέλεις να το δεις να χάνεται».
Είναι αλήθεια πως κάθε επιχειρηματίας και έμπορος, μικρός ή μεγάλος, που έχει αναγκαστεί στην κρίση αυτήν να κλείσει την επιχείρηση, το μαγαζί του, βιώνει τώρα ένα βαθύ και παρατεταμένο πένθος -σαν να 'χει χάσει παιδί. Το ίδιο, όμως, ισχύει και για δεκάδες χιλιάδες (μήπως είναι και εκατοντάδες χιλιάδες) υπαλλήλους, πολλοί από τους οποίους επίσης «μεγάλωσαν» επιχειρήσεις σαν να 'ταν δικά τους παιδιά.
Ρωτάω τον κ. Μεταξά εάν υπάρχει ορατός ο κίνδυνος να μην επιβιώσει η επιχείρησή του και το κατηγορηματικό «υπάρχει, ναι» με σοκάρει, γιατί βλέπω στο πρόσωπό του τη σκληρή ειλικρίνεια της απάντησης. Στον κλάδο των οπτικών, όπως και σε πολλούς άλλους που βασίζονται σε εισαγωγή προϊόντος και όχι σε κατασκευή του εδώ ο ανταγωνισμός είναι σκληρός. Από αυτόν, δε, τον ανταγωνισμό καθορίζεται και το κέρδος της κάθε επιχείρησης.
«Δεν έχουμε λοιπόν εμείς δημιουργήσει τέτοια χρηματικά αποθεματικά που θα μας επέτρεπαν ίσως σήμερα να είμαστε λίγο πιο αισιόδοξοι για την αντοχή μας ώσπου να βγούμε από την κρίση η οποία, για πολλούς κλάδους, δεν ξεκίνησε με το μνημόνιο, αλλά αρκετά νωρίτερα. Οι μόνες επιχειρήσεις που ακόμα νιώθουν σχετικά ασφαλείς είναι εκείνες που έχουν μεγάλα ξένα κεφάλαια από πίσω τους. Εμείς είμαστε μια ελληνική επιχείρηση, και μάλιστα μικρομεσαία».
Η Ομόνοια, κάποτε, ήταν «το κέντρο του κόσμου», και για τους εμπόρους-επιχειρηματίες, και για τους επισκέπτες-πελάτες. «Κατέβαινες» εκεί για να σμίξεις με το πλήθος, να αγοράσεις, να πουλήσεις, να φας και να πιεις κάτι στο πόδι, να νιώσεις τέλος πάντων ότι η ζωή σε σπρώχνει να τη ζήσεις - ποιος δεν θυμάται, αλήθεια, τα μιλιούνια των πεζών που περίμεναν στα φανάρια να πρασινίσει ο «Γρηγόρης» ή να τους κάνει νεύμα να περάσουν ο τροχονόμος;
Η πλατεία, λοιπόν, που κάποτε «ήταν γεμάτη», σήμερα αγρίεψε και από ζωή μοιάζει να άδειασε. «Είχαμε μεγάλο πρόβλημα με τους αλλοδαπούς, που τώρα τελευταία μοιάζει κάπως να έχει αντιμετωπιστεί, αλλά το κακό είναι με τους συναδέλφους σας δημοσιογράφους, που πολλές φορές, χωρίς σοβαρό λόγο, τρομοκρατούν τον κόσμο και τον κάνουν να μένει μακρυά από το κέντρο. Ανακοινώνουν μια πορεία διαμαρτυρίας, φέρ' ειπείν, και η πρώτη τους φράση, αντί να είναι ο λόγος για τον οποίο διαμαρτύρονται οι άνθρωποι, είναι: αποφύγετε σήμερα το κέντρο. Αυτό μας έχει κάνει μεγάλο κακό».
Ο πατέρας του Στάθη Μεταξά, Σίμος Μεταξάς, γεννήθηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας και ήρθε εδώ έξι ετών. Η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Καισαριανή. Ηταν η γιαγιά και ο παππούς του Στάθη (γονείς του πατέρα του), ο μεγαλύτερος γιος τους, ο Κοσμάς, η Ολγα, η αδελφή τους, ο πατέρας του, Σίμος, και εδώ γεννήθηκε ο μικρότερος αδελφός τους, ο Ιορδάνης.
Στην Καισάρεια ο παππούς ήταν στρατιωτικός ράφτης και η οικογένειά του, η ευρύτερη, είχε εργοστάσιο που έφτιαχνε χαλιά, με υποκαταστήματα σε πολλά μέρη. Ως παιδί, ερχόμενος εδώ ο πατέρας του, δούλεψε στον δρόμο, μικροπωλητής, λούστρος, φιστίκια κ.λπ. «Και εγώ δούλεψα στις διακοπές μου, Χριστούγεννα, Πάσχα, και δεν το έβρισκα κακό» λέει ο Στάθης, 64 ετών σήμερα. «Η ουσία είναι να διαπαιδαγωγείσαι σωστά. Ο πατέρας μου ήταν της φιλομάθειας άνθρωπος. Μας αγόραζε και μας διάβαζε βιβλία. Του άρεσε το καλό θέατρο και δεν παρέλειπε να μας πηγαίνει και μας».
Κάνοντας δουλειές του δρόμου, ο πατέρας του σιγά σιγά απέκτησε έναν πάγκο στην Αιόλου, εν συνεχεία έφτιαξε ένα μικρό μαγαζάκι στην Αγίου Μάρκου, στη στοά Δημητριάδη, μετά πήγε στην Πολυκλείτου, που είναι μια πάροδος της Ευριπίδου μεταξύ Αθηνάς και Αιόλου, όπου ήταν τότε όλο το χονδρεμπόριο της Ελλάδος τη 10ετία του '50 και μέχρι τα μέσα του '60. Εκεί ήταν οι αγορές του χάρτου, της ένδυσης, των ψιλικών, τα πάντα.
Το βήμα προς την Ομόνοια έχει ωραία, μυθιστορηματική πλοκή. «Το κτίριο όπου στεγαζόμαστε τώρα ήταν το διώροφο όπου ήταν παλιά το καφενείο "Βυζάντιο". Οταν ήταν μικροπωλητής ο πατέρας μου και έμπαινε μέσα να πουλήσει κάνα φιστίκι ή να γυαλίσει κάνα παπούτσι, οι σερβιτόροι, όπως συμβαίνει και τώρα, τον πετάγανε έξω. Ετσι, όταν, έμπορος πια στην Πολυκλείτου, του πρότειναν να αγοράσει το κτίριο, το οποίο στο μεταξύ είχε ανακαινιστεί και ήταν μέσα το φαρμακείο του Δεμέναγα, θυμήθηκε τον καιρό που τον πετάγανε έξω και, όπως το 'χε βάλει σκοπό και πείσμα, το αγόρασε!»
Ηταν 1965 και το πήρε για τα οπτικά, με τα οποία είχε αρχίσει να ασχολείται από το 1955. «Τότε τα οπτικά δεν ήταν όπως σήμερα. Κάναμε εισαγωγή, όπως και με τα άλλα προϊόντα μας, γυαλιών από την Ιταλία και τα πουλάγαμε χονδρικώς σε όλη την Ελλάδα. Ο πατέρας μου πήγε σε σχολή, παρακολούθησε μαθήματα, πέρασε εξετάσεις και έγινε οπτικός. Ολα αυτά, παράλληλα με τις άλλες του δουλειές».
Ηταν εποχή, τότε, που ο κόσμος δούλευε πραγματικά. Δεν υπήρχαν ούτε 8ωρα, ούτε 30 μέρες διακοπές το χρόνο, ούτε «απαγορεύεται να εργάζονται τα παιδιά». Η χώρα είχε βγει από πόλεμο. Οι πρόσφυγες είχαν εκδιωχθεί από τα μέρη και τα σπίτια τους. Ολοι έπρεπε να δουλέψουν. Τα περισσότερα παιδιά κάνανε δουλειές του δρόμου και σπούδαζαν στα σχολαρχεία. Οι καθηγητές τούς δείχνανε συμπάθεια και επιείκεια. Γιατί ήξεραν ότι θα προκόψουν.enet.gr/