Πέμπτη, Απριλίου 11

Συστημική κρίση -Του οικονομολόγου Βασίλη Βιλιάρδου


Φαίνεται πως ο ακραίος φιλελευθερισμός διανύει τα τελευταία του στάδια, έχοντας φτάσει τα παγκόσμια χρέη στα ύψη και την ανισότητα των εισοδημάτων στο ζενίθ, ενώ έχουν δημιουργηθεί δεκάδες φούσκες στον πλανήτη – οπότε δεν θα καθυστερήσει πολύ ακόμη η παταγώδης κατάρρευση του. Το θέμα όμως είναι από ποιο σύστημα θα αντικατασταθεί, καθώς επίσης τι θα μεσολαβήσει, αφού δεν προβλέπεται ένα  παγκόσμιο «New Deal».

Ανάλυση

Ακούγοντας κανείς τις δηλώσεις των ρυθμιστικών αρχών και των κεντρικών τραπεζιτών, του δημιουργείται αμέσως η εντύπωση πως έχουν διδαχθεί από τις εμπειρίες της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 – ότι δεν έχουν μεν δρομολογήσει όλα τα αναγκαία μέτρα, αλλά ευρίσκονται στο σωστό δρόμο, έχοντας κάνει πάρα πολλά βήματα. Εν τούτοις, μία προσεκτική εξέταση της πραγματικότητας τεκμηριώνει εύκολα πως τίποτα από όλα αυτά δεν ισχύει – ότι κάνουν εκείνα που έκαναν πάντοτε, χωρίς να έχουν ποτέ εμποδίσει μία μεγάλη κρίση.
Για παράδειγμα, παρά το ότι μεσολάβησαν 175 ολόκληρα χρόνια μεταξύ της ομιλίας του βασιλιά Γεωργίου IV το Φεβρουάριο του 1825 και του προέδρου Clinton το 2000, τόσο το περιεχόμενο, όσο και ο τόνος των δηλώσεων τους διαφέρουν ελάχιστα. Ειδικότερα, ο βασιλιάς Γεώργιος είχε πει τα εξής:
«Δεν υπήρξε ποτέ στην Ιστορία της χώρας μας μία εποχή όπως η σημερινή, όπου τα πάντα στο Έθνος μας, την ίδια χρονική στιγμή, έχουν φτάσει σε ένα τέτοιο επίπεδο ευημερίας – ή που το συναίσθημα της ικανοποίησης έχει αυξηθεί τόσο πολύ, επεκτεινόμενο σε όλες τις τάξεις του βρετανικού λαού».
Με τη σειρά του ο πρόεδρος Clinton, 175 χρόνια αργότερα σε μία άλλη ευημερούσα χώρα, το 2000 στις Η.Π.Α., δήλωσε τα παρακάτω:
«Μπορούμε να θεωρούμαστε ευτυχισμένοι που ζούμε σε αυτήν την εποχή της Ιστορίας. Ποτέ πριν το Έθνος μας δεν είχε απολαύσει ταυτόχρονα τόσο μεγάλη ευημερία και τέτοια κοινωνική πρόοδο. Επί πλέον, τον επόμενο μήνα η Αμερική θα συμπληρώσει τη μεγαλύτερη περίοδο οικονομικής ανάπτυξης σε ολόκληρη την ιστορία της».
Λίγο μετά τις δηλώσεις του βασιλιά Γεωργίου και του προέδρου Clinton έσπασε και στις δύο χώρες η χρηματοπιστωτική φούσκα που είχε δημιουργηθεί, μετατρέποντας τον παράδεισο τους σε κόλαση – σε μία βαθιά χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση. Με δεδομένο λοιπόν το ότι, ο πλανήτης σήμερα βιώνει τις ίδιες συνθήκες, ακόμη χειρότερα περίπου αυτές που επικρατούσαν πριν το κραχ του 1929 (με εξαίρεση φυσικά την Ελλάδα, καθώς επίσης εκείνα τα κράτη που έχει ήδη ξεσπάσει μία νομισματική κρίση, όπως η Βενεζουέλα, η Τουρκία ή η Αργεντινή), δεν θα ήταν λάθος να υποθέσουμε πως η ιστορία πιθανότατα θα επαναληφθεί – οπότε είναι ίσως καλύτερα να αναφερθούμε στην εποχή μετά το1929, έτσι ώστε να γνωρίζουμε πώς ακριβώς εξελίχθηκε τότε η οικονομία.

Η μεικτή οικονομία               

Ειδικότερα, από την εποχή μετά το κραχ του 1929 ξεκίνησε η αποχώρηση από την πολιτική της «Laissez-Faire» (του ακραίου νεοφιλελευθερισμού όπως αποκαλείται σήμερα), με τις προσπάθειες «εξημέρωσης» του καπιταλισμού – όπου ήδη με τις μεταρρυθμίσεις που δρομολόγησε ο πρόεδρος Roosevelt το 1933 δόθηκε προτεραιότητα στην πλήρη απασχόληση των εργαζομένων, ενώ ο Keynes με τη Γενική Θεωρία του το 1936 τοποθέτησε τα θεμέλια αυτής της πολιτικής.
Επρόκειτο για μία ελεύθερη αγορά, στην οποία όμως επενέβαινε ενεργητικά το κράτος, ρυθμίζοντας την – έτσι ώστε να είναι σε θέση να εξισορροπεί τις κυκλικές διακυμάνσεις των ιδιωτικών επενδύσεων ή της ζήτησης από το εξωτερικό, με στόχο πάντοτε την ισορροπημένη αγορά εργασίας.
Το ονομαζόμενο «New Deal» του Roosevelt εμπεριείχε μεταξύ άλλων την υιοθέτηση ενός κατώτερου μισθού, την ενίσχυση των εργατικών συνδικάτων, προγράμματα απασχόλησης στο δημόσιο (ένα μεγάλο μέρος των αμερικανικών υποδομών προέρχεται από εκείνη την εποχή), καθώς επίσης τη ρύθμιση των χρηματοπιστωτικών αγορών – ενώ σε πολλά άλλα κράτη δρομολογήθηκαν ανάλογα μέτρα.
Το αποτέλεσμα τους, ειδικά μετά το 2ο ΠΠ που μεσολάβησε από τη ναζιστική Γερμανία ήταν ο υψηλός ρυθμός ανάπτυξης, με μηδενική σχεδόν ανεργία, αφού δεν γινόταν ανεκτή – ενώ όταν σε μία οικονομία χρησιμοποιούνται όλοι οι διαθέσιμοι πόροι της, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται το ανθρώπινο δυναμικό της, οι γεωργικές της εκτάσεις, οι υφιστάμενες παραγωγικές της εγκαταστάσεις κοκ., το ΑΕΠ της αυξάνεται γρηγορότερα. Στην Ελλάδα σήμερα, για παράδειγμα, διαπιστώνεται μία εγκληματική σπατάλη πόρων, λόγω της ανεργίας, του υπερβάλλοντος παραγωγικού δυναμικού της κοκ. – οπότε είναι αδύνατον να ξεφύγει ποτέ από την παγίδα, στην οποία έχει οδηγηθεί, εάν δεν αλλάξει αμέσως οικονομική πολιτική.
Μόνο η Γερμανία πάντως ισχυρίζεται κατ’ εξαίρεση πως η ανάπτυξη της μετά το 1950 οφείλεται στην πολιτική του τότε καγκελαρίου της (L. Erhard) – ξεχνώντας προφανώς πως της διαγράφηκαν δημόσια χρέη, ότι υπήρξε μυστική επιστροφή των κλεμμένων χρημάτων των ναζί με τη βοήθεια των Η.Π.Α. (ανάλυση), πως «επιδοτήθηκε» η βιομηχανία της από τον πόλεμο της Κορέας, ότι το νόμισμα της (μάρκο) διατηρήθηκε υποτιμημένο στο σύστημα του Bretton Woods ξανά με τη στήριξη των αμερικανών κοκ. Ας μην ξεχνάμε όμως επίσης πως το πολιτικό της σύστημα ήταν από τα καλύτερα σοσιαλδημοκρατικά στον πλανήτη πριν από την ένωση της – οπότε σε αυτό οφείλεται επί πλέον η πρόοδος της.

Το τέλος της μεικτής οικονομίας

Συνεχίζοντας, οι πετρελαϊκές κρίσεις του 1973 και του 1979 προκάλεσαν παγκοσμίως το φαινόμενο του στασιμοπληθωρισμού – ενός συνδυασμού του πληθωρισμού με τη στασιμότητα της οικονομικής ισχύος. Έως εκείνη την εποχή πίστευε κανείς πως υπήρχε μία σταθερά αρνητική σχέση μεταξύ της ανεργίας και των μισθολογικών αυξήσεων – όπου, όταν η οικονομία αναπτύσσεται, τότε οι εργαζόμενοι μπορούν να επιβάλλουν υψηλότερους μισθούς, με αποτέλεσμα να αυξάνονται οι τιμές των προϊόντων (ανοδικό σπιράλ μισθών-τιμών).
Ο στασιμοπληθωρισμός όμως είχε ως αποτέλεσμα την άνοδο του πληθωρισμού, χωρίς την αντίστοιχη της οικονομίας – οπότε οι οπαδοί του μονεταρισμού και των ανεξέλεγκτων αγορών, της «Laissez-Faire» γενικότερα, όπως ο M. Friedman και η Σχολή του Σικάγο, χρησιμοποίησαν το φαινόμενο για να προωθήσουν ξανά την ιδεολογία τους – ισχυριζόμενοι πως η πολιτική του Keynes απέτυχε επειδή προκαλούσε πληθωρισμό, χωρίς αύξηση των θέσεων απασχόλησης.
Εν τούτοις, η αιτία του φαινομένου δεν ήταν η πολιτική της αύξησης των δημοσίων δαπανών του Keynes – αλλά η διαφωνία μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, σχετικά με το ποιος θα επιβαρυνόταν με το επί πλέον κόστος της αύξησης των τιμών του πετρελαίου.
Οι εργαζόμενοι υπερίσχυσαν απαιτώντας υψηλότερους μισθούς – οπότε άρχισαν να αυξάνονται οι τιμές των προϊόντων και υπηρεσιών σε όλες τις χώρες, προκαλώντας μεγάλες πληθωριστικές πιέσεις. Το σπιράλ μισθών-τιμών σε συνθήκες οικονομικής στασιμότητας ανάγκασε τελικά πολλές κυβερνήσεις να μειώσουν τις δαπάνες τους για να μην πνιγούν από τα χρέη, ενώ οι κεντρικές τράπεζες αύξησαν τα επιτόκια – με εύλογο αποτέλεσμα έναν υψηλό ρυθμό πληθωρισμού (άνω του 20%) σε μία στάσιμη οικονομία.
Χωρίς περιττές λεπτομέρειες, διερράγη τότε το «κοινωνικό συμβόλαιο» μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, σύμφωνα με το οποίο οι μισθοί ήταν συνδεδεμένοι με την παραγωγικότητα – ενώ ταυτόχρονα ξεκίνησε η απορρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος (=απελευθέρωση των τραπεζών), καθώς επίσης η παγκοσμιοποίηση, όπου οι εργαζόμενοι εκτέθηκαν σε έναν διεθνή ανταγωνισμό χωρίς δίχτυ ασφαλείας. Έτσι επανήλθε το ανελέητο καπιταλιστικό σύστημα της προπολεμικής εποχής – ο ακραίος νεοφιλελευθερισμός, όπου οι θέσεις απασχόλησης δεν αποτελούσαν πια προτεραιότητα, ενώ οι εργαζόμενοι ηττήθηκαν κατά κράτος.
Σύμφωνα δε με ορισμένους οικονομολόγους (Mitchell), υπήρξε μία μετάβαση από την πολιτική της πλήρους απασχόλησης, σε μία πολιτική της ικανότητας απασχόλησης– με την έννοια πως για την ανεργία και τη μερική απασχόληση ή για τους χαμηλούς μισθούς δεν ήταν πλέον «ένοχος» ο καπιταλισμός, αλλά τα ελλιπή ή ανεπαρκή προσόντα των εργαζομένων!
Κάτι ανάλογο ισχύει έκτοτε για τα διάφορα κράτη, όπου ένοχος των δεινών τους θεωρείται η μειωμένη ανταγωνιστικότητα τους – ενώ δεν δίνεται καμία σημασία στις διαφορετικές οικονομικές κουλτούρες μεταξύ των χωρών, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας, όπου η Γερμανία θέλει να της επιβάλλει τη δική της οικονομική κουλτούρα.
Ειδικότερα, η Ελλάδα έχει γνώσεις και ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα στη γεωργία, στον τουρισμό και στις μεταφορές – κυρίως στη ναυτιλία. Ενδεχομένως επίσης στον τομέα της ενέργειας, εάν κανείς συμπεριλάβει τις ανανεώσιμες πηγές, όπως είναι η αιολική και η ηλιακή ενέργεια. Ως εκ τούτου η ανάπτυξη της θα έπρεπε να στηριχθεί σε αυτά ακριβώς – καθώς επίσης στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, όπου έχει μεγάλη παράδοση.
Για παράδειγμα, δεν θα έπρεπε να προωθηθεί η βιομηχανοποιημένη γεωργία, αλλά η μικρής κλίμακας ποιοτική – ούτε ο μαζικός τουρισμός, αλλά ο ποιοτικός όπως αυτός της Ελβετίας. Εν τούτοις, η Τρόικα ποτέ δεν προσπάθησε να κατανοήσει την ελληνική οικονομική κουλτούρα, ενώ ο κ. Σόιμπλε θέλησε μεταξύ άλλων (ανάλυση) να μετατρέψει την Ελλάδα σε μία μικρή Γερμανία – κάτι που φυσικά είναι αδύνατον να επιτευχθεί.

Επίλογος

Δυστυχώς το σύστημα της μεικτής οικονομίας και η σοσιαλδημοκρατία έχουν υποχωρήσει πλέον σε ολόκληρη τη Δύση – πολύ περισσότερο στην Ελλάδα, στην οποία ουσιαστικά ο σοσιαλισμός κατέρρευσε μετά την «προδοσία» του 2010, ενώ ο χώρος έχει κατακερματισθεί και λεηλατηθεί από τη σημερινή κυβέρνηση. Τα κόμματα δε που τον συναποτελούν έχουν χάσει εντελώς τον προσανατολισμό τους – οπότε εύλογα αναφέρεται κανείς σε μία «κεντροαριστερή τραγωδία», χωρίς καμία κατεύθυνση και χωρίς πυξίδα.

Εν τούτοις, φαίνεται επίσης πως ο ακραίος φιλελευθερισμός διανύει τα τελευταία του στάδια, έχοντας φτάσει τα παγκόσμια χρέη στα ύψη και την ανισότητα των εισοδημάτων στο ζενίθ, ενώ έχουν δημιουργηθεί δεκάδες φούσκες στον πλανήτη – οπότε δεν θα καθυστερήσει πολύ ακόμη η παταγώδης κατάρρευση του.
Το θέμα όμως είναι από ποιο σύστημα θα αντικατασταθούν τα δύο προηγούμενα, καθώς επίσης τι θα μεσολαβήσει, αφού δεν προβλέπεται ένα  παγκόσμιο New Deal – προβλέποντας πως οι κοινωνικές αναταραχές και οι μαζικές εξεγέρσεις είναι προ των πυλών σε πολλά κράτη, πριν από όλα στη Γαλλία και στις Η.Π.Α., ενώ δεν υπολείπεται η πλούσια Γερμανία όπου χιλιάδες Πολίτες της διαδηλώνουν για την κατακόρυφη άνοδο των ενοικίων, όταν την ίδια στιγμή βυθίζεται στην ύφεση.