Την περίοδο ακμής της
είχε φτάσει να κατέχει 10 εργοστάσια (το ένα εκ των οποίων στο Σουδάν),
να απασχολεί 7.000 υπαλλήλους και να παράγει 25 εκατομμύρια μέτρα
ετησίως, καλύπτοντας δύο φορές την ελληνική ακτογραμμή.
Με διαφημιστικά σλόγκαν που έγραψαν ιστορία, όπως το «Ντύνει, στολίζει, νοικοκυρεύει» και το «η ούγια να γράφει Πειραϊκή – Πατραϊκή», η ναυαρχίδα της ελληνικής κλωστοϋφαντουργίας
υπήρξε επί σειρά ετών το καμάρι της εγχώριας βιομηχανίας.
Ήταν η πρώτη επιχείρηση που εισήγαγε πετρελαιοκίνητα μηχανήματα από τη Γερμανία, ενώ μεταξύ άλλων εφοδίαζε κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου με κουβέρτες τα ελληνικά στρατεύματα.
Η βιομηχανία βάμβακος και ετοίμων ενδυμάτων ιδρύθηκε το 1919, όταν έλαβε σάρκα και όστα το όραμα δύο φιλόδοξων νέων, των Χριστόφορου Κατσάμπα και Σταμούλη Στράτου, για τη δημιουργία μιας μονάδας που θα μπορούσε να παράγει υφάσματα και βαμβακερά εφάμιλλα σε ποιότητα εκείνων που μέχρι τότε εισάγονταν στη χώρα.
Ο πρώτος σταθμός ήταν η ίδρυση της «Πατραϊκής Εμποροβιομηχανικής Εταιρείας», ενώ το 1923 οι δύο συνεταίροι συνεργάστηκαν με Μικρασιάτες πρόσφυγες για να δημιουργήσουν στην Πάτρα μία ταπητουργία. Εκεί θα ανεγερθεί το πρώτο κτίριο της εταιρείας, το οποίο στεγάζει το ταπητουργείο, το καλτσοποιίο και το βαφείο. Η παραγωγή την εποχή εκείνη γίνεται χάρη σε μια πρωτόγονη ατμομηχανή, η οποία αρκετά αργότερα θα έμπαινε στη βιτρίνα της Πειραϊκής – Πατραϊκής για να θυμίζει την αφετηρία.
Το 1928 ξεκίνησε η λειτουργία του κλωστοϋφαντουργείου, μετά την αγορά του υπερσύγχρονου κλωστηρίου από τη Γερμανία, αλλά η μεγάλη ύφεση έπληξε καίρια την εταιρία, η οποία το 1932 αναγκάστηκε να συγχωνευθεί με την «Πειραϊκή» για να εξασφαλίσει δάνεια από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και να γλιτώσει τη χρεοκοπία.
Η «Πειραϊκή» ήταν τότε μια προβληματική –και με ξεπερασμένη τεχνολογία- κλωστοϋφαντουργεία, η οποία είχε ιδρυθεί το 1919 και διέθετε δύο εργοστάσια, ένα στον Πειραιά και ένα στην Καλλιθέα.
Ένα χρόνο μετά τον εμφύλιο πόλεμο (1950), η «Πειραϊκή-Πατραϊκή» κατασκεύασε στο Μεγάλο Πεύκο μεγάλη σύγχρονη εργοστασιακή μονάδα, την πρώτη που κτίστηκε στην Ελλάδα μεταπολεμικά.
Ακολουθεί περίοδος μεγάλης ακμής, με την επιχείρηση να γιγαντώνεται διαρκώς και τα προϊόντα της να ταξιδεύουν σε όλη την Ευρώπη.
Στις 7 Δεκεμβρίου 1962 το φημισμένο αμερικανικό περιοδικό «Time» φιλοξένησε δηλώσεις του 38χρονου τότε Χριστόφορου Στράτου, γενικού διευθυντή της επιχείρησης και γιου ενός εκ των ιδρυτών της. Στο αφιέρωμα για την «Πειραϊκή – Πατραϊκή», ο συντάκτης χαρακτήριζε το εργοστάσιο «πρότυπο» για κάθε ελληνική βιομηχανία που βασίστηκε σε ό,τι είχε να προσφέρει η χώρα σε αφθονία: βαμβάκι και φτηνά εργατικά χέρια.
Η παρακμή για την «Πειραϊκή – Πατραϊκή» αρχίζει από τα τέλη της δεκαετίας του ’70, με τις πετρελαϊκές κρίσεις και τις αυξημένες απαιτήσεις των εργαζομένων, που συνοδεύονταν από μαζικές απεργίες. Το 1981 η επιχείρηση αγοράζει τις εγκαταστάσεις της εταιρείας V. Deiden στη Δυτική Γερμανία, με στόχο την επικράτησή της στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια αγορά. Έχει ήδη επεκταθεί με νέες μονάδες στην Ελλάδα και μία στο Χαρτούμ.
Οικονομικοί αναλυτές και κύκλοι της αγοράς εκτιμούσαν από τότε ότι οι κινήσεις αυτές έγιναν κυρίως για να εξυπηρετήσουν κυρίως πολιτικές σκοπιμότητες.
Το υπεράριθμο προσωπικό, οι συχνές κυβερνητικές παρεμβάσεις και οι αλόγιστες δαπάνες σε νέες επενδύσεις, που δεν απηχούσαν στους νόμους της αγοράς, είχαν τελικά ως αποτέλεσμα να «πνιγεί» η εταιρία στα χρέη. Το 1984 εντάχθηκε με τον περίφημο νόμο 1386 στις «προβληματικές εταιρείες» και κρατικοποιήθηκε (κάτι που συνέβη σε συνολικά 128 τέτοιες εταιρείες).
Το πρόγραμμα «εξυγίανσης» του 1990, που προέβλεπε μείωση της παραγωγικής δραστηριότητας και απολύσεις, δεν είχε ουσιαστικό αποτέλεσμα. Για τέσσερα χρόνια, από το ’92 έως το 96’, οι εργαζόμενοι συντηρούσαν κάθε τόσο τα μηχανήματα και ήλπιζαν ότι με πορείες, διαπραγματεύσεις και καταλήψεις κτιρίων, θα μπορούσαν να «αναστήσουν» την επιχείρηση.
Το 1996, η μεγαλύτερη κλωστοϋφαντουργία της Ελλάδας θα περνούσε και τυπικά στην ιστορία, με τα περιουσιακά της στοιχεία να εκποιούνται έναντι πινακίου φακής. Πλέον, τα κτίρια της χρησιμεύουν μόνο για να προσφέρουν ζεστασιά σε ομάδες μεταναστών.
Στις εγκαταστάσεις της είχε εξυφανθεί μια ιστορία απαξίωσης, παρόμοια με αυτή της… Ελλάδας. Η Πειραϊκή – Πατραϊκή εξελίχθηκε σε μηχανισμό εξυπηρέτησης κομματικών συμφερόντων και σκαλοπάτι της αποβιομηχανοποίησης της χώρας. Θα ήταν ίσως συνετό και ωφέλιμο να διδάσκεται στα σχολεία η ιστορία μιας βιομηχανίας – πρότυπο που κατάντησε να βάλει λουκέτο με χρέη 235 δισεκατομμυρίων δραχμών.
Αλλά σε μια τέτοια περίπτωση, είναι προφανές ότι θα έβγαιναν πολλά «εγκλήματα» στον αφρό…
Με διαφημιστικά σλόγκαν που έγραψαν ιστορία, όπως το «Ντύνει, στολίζει, νοικοκυρεύει» και το «η ούγια να γράφει Πειραϊκή – Πατραϊκή», η ναυαρχίδα της ελληνικής κλωστοϋφαντουργίας
υπήρξε επί σειρά ετών το καμάρι της εγχώριας βιομηχανίας.
Ήταν η πρώτη επιχείρηση που εισήγαγε πετρελαιοκίνητα μηχανήματα από τη Γερμανία, ενώ μεταξύ άλλων εφοδίαζε κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου με κουβέρτες τα ελληνικά στρατεύματα.
Η βιομηχανία βάμβακος και ετοίμων ενδυμάτων ιδρύθηκε το 1919, όταν έλαβε σάρκα και όστα το όραμα δύο φιλόδοξων νέων, των Χριστόφορου Κατσάμπα και Σταμούλη Στράτου, για τη δημιουργία μιας μονάδας που θα μπορούσε να παράγει υφάσματα και βαμβακερά εφάμιλλα σε ποιότητα εκείνων που μέχρι τότε εισάγονταν στη χώρα.
Ο πρώτος σταθμός ήταν η ίδρυση της «Πατραϊκής Εμποροβιομηχανικής Εταιρείας», ενώ το 1923 οι δύο συνεταίροι συνεργάστηκαν με Μικρασιάτες πρόσφυγες για να δημιουργήσουν στην Πάτρα μία ταπητουργία. Εκεί θα ανεγερθεί το πρώτο κτίριο της εταιρείας, το οποίο στεγάζει το ταπητουργείο, το καλτσοποιίο και το βαφείο. Η παραγωγή την εποχή εκείνη γίνεται χάρη σε μια πρωτόγονη ατμομηχανή, η οποία αρκετά αργότερα θα έμπαινε στη βιτρίνα της Πειραϊκής – Πατραϊκής για να θυμίζει την αφετηρία.
Το 1928 ξεκίνησε η λειτουργία του κλωστοϋφαντουργείου, μετά την αγορά του υπερσύγχρονου κλωστηρίου από τη Γερμανία, αλλά η μεγάλη ύφεση έπληξε καίρια την εταιρία, η οποία το 1932 αναγκάστηκε να συγχωνευθεί με την «Πειραϊκή» για να εξασφαλίσει δάνεια από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και να γλιτώσει τη χρεοκοπία.
Η «Πειραϊκή» ήταν τότε μια προβληματική –και με ξεπερασμένη τεχνολογία- κλωστοϋφαντουργεία, η οποία είχε ιδρυθεί το 1919 και διέθετε δύο εργοστάσια, ένα στον Πειραιά και ένα στην Καλλιθέα.
Ένα χρόνο μετά τον εμφύλιο πόλεμο (1950), η «Πειραϊκή-Πατραϊκή» κατασκεύασε στο Μεγάλο Πεύκο μεγάλη σύγχρονη εργοστασιακή μονάδα, την πρώτη που κτίστηκε στην Ελλάδα μεταπολεμικά.
Ακολουθεί περίοδος μεγάλης ακμής, με την επιχείρηση να γιγαντώνεται διαρκώς και τα προϊόντα της να ταξιδεύουν σε όλη την Ευρώπη.
Στις 7 Δεκεμβρίου 1962 το φημισμένο αμερικανικό περιοδικό «Time» φιλοξένησε δηλώσεις του 38χρονου τότε Χριστόφορου Στράτου, γενικού διευθυντή της επιχείρησης και γιου ενός εκ των ιδρυτών της. Στο αφιέρωμα για την «Πειραϊκή – Πατραϊκή», ο συντάκτης χαρακτήριζε το εργοστάσιο «πρότυπο» για κάθε ελληνική βιομηχανία που βασίστηκε σε ό,τι είχε να προσφέρει η χώρα σε αφθονία: βαμβάκι και φτηνά εργατικά χέρια.
Η παρακμή για την «Πειραϊκή – Πατραϊκή» αρχίζει από τα τέλη της δεκαετίας του ’70, με τις πετρελαϊκές κρίσεις και τις αυξημένες απαιτήσεις των εργαζομένων, που συνοδεύονταν από μαζικές απεργίες. Το 1981 η επιχείρηση αγοράζει τις εγκαταστάσεις της εταιρείας V. Deiden στη Δυτική Γερμανία, με στόχο την επικράτησή της στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια αγορά. Έχει ήδη επεκταθεί με νέες μονάδες στην Ελλάδα και μία στο Χαρτούμ.
Οικονομικοί αναλυτές και κύκλοι της αγοράς εκτιμούσαν από τότε ότι οι κινήσεις αυτές έγιναν κυρίως για να εξυπηρετήσουν κυρίως πολιτικές σκοπιμότητες.
Το υπεράριθμο προσωπικό, οι συχνές κυβερνητικές παρεμβάσεις και οι αλόγιστες δαπάνες σε νέες επενδύσεις, που δεν απηχούσαν στους νόμους της αγοράς, είχαν τελικά ως αποτέλεσμα να «πνιγεί» η εταιρία στα χρέη. Το 1984 εντάχθηκε με τον περίφημο νόμο 1386 στις «προβληματικές εταιρείες» και κρατικοποιήθηκε (κάτι που συνέβη σε συνολικά 128 τέτοιες εταιρείες).
Το πρόγραμμα «εξυγίανσης» του 1990, που προέβλεπε μείωση της παραγωγικής δραστηριότητας και απολύσεις, δεν είχε ουσιαστικό αποτέλεσμα. Για τέσσερα χρόνια, από το ’92 έως το 96’, οι εργαζόμενοι συντηρούσαν κάθε τόσο τα μηχανήματα και ήλπιζαν ότι με πορείες, διαπραγματεύσεις και καταλήψεις κτιρίων, θα μπορούσαν να «αναστήσουν» την επιχείρηση.
Το 1996, η μεγαλύτερη κλωστοϋφαντουργία της Ελλάδας θα περνούσε και τυπικά στην ιστορία, με τα περιουσιακά της στοιχεία να εκποιούνται έναντι πινακίου φακής. Πλέον, τα κτίρια της χρησιμεύουν μόνο για να προσφέρουν ζεστασιά σε ομάδες μεταναστών.
Στις εγκαταστάσεις της είχε εξυφανθεί μια ιστορία απαξίωσης, παρόμοια με αυτή της… Ελλάδας. Η Πειραϊκή – Πατραϊκή εξελίχθηκε σε μηχανισμό εξυπηρέτησης κομματικών συμφερόντων και σκαλοπάτι της αποβιομηχανοποίησης της χώρας. Θα ήταν ίσως συνετό και ωφέλιμο να διδάσκεται στα σχολεία η ιστορία μιας βιομηχανίας – πρότυπο που κατάντησε να βάλει λουκέτο με χρέη 235 δισεκατομμυρίων δραχμών.
Αλλά σε μια τέτοια περίπτωση, είναι προφανές ότι θα έβγαιναν πολλά «εγκλήματα» στον αφρό…