Παρασκευή, Ιουνίου 19

Ο τυφλός ζητιάνος


Δεν υπήρχε τίποτε από αυτά που είχε φανταστεί: τα στολίδια, τα κοσμήματα, τα αφιερώματα. Μόνον ο νεκρός με το καλό του ένδυμα. «Ας είναι», ψιθύρισε.
Με γρήγορες κινήσεις και εντελώς αθόρυβα άρχισε να ξεντύνει τον πεθαμένο. «Θα πιάσουν αρκετά χρήματα τέτοια ακριβά ενδύματα», είπε μέσα του. Του τα έβγαλε όλα. Τον άφησε μόνο με το σεντόνι
που σκέπαζε αρχικά τον άνθρωπο.
Έκανε να φύγει με τον μπόγο στα χέρια. Αλλά την τελευταία στιγμή γύρισε το κεφάλι του προς τα πίσω. «Το σεντόνι φαίνεται κι αυτό καλό. Γιατί να μη το πάρω;» Ο πειρασμός τον δούλευε κανονικά.
Άφησε τον μπόγο και πήρε να διπλώνει και το σεντόνι, αφήνοντας τον άνθρωπο γυμνό. Και τότε συνέβη το γεγονός που ουδέποτε το είχε ακούσει και ουδέποτε το είχε διανοηθεί. 
Το γεγονός που τον συντάραξε, τον τρομοκράτησε, τον πανικόβαλε, τον έκανε να τα παρατήσει όλα και να τρέξει πια στα… τυφλά. Σκοντάβοντας, παραπατώντας, κτυπώντας, ζητώντας τελικά βοήθεια από κάποιους που τον είδαν και τον λυπήθηκαν!
Ο νεκρός ανακάθισε, γυμνωμένος πια, και τέντωσε τα χέρια του προς τον… τυμβωρύχο, τον ανόσιο και τεμπέλη νέο. Τα δάχτυλά του με δύναμη  έγδαραν το πρόσωπο του κλέφτη του, και μπήχτηκαν μέσα στα δυο του μάτια! Τα έβγαλαν και… χύθηκαν έξω! 
Τη φωνή του πνιχτή και οδυνηρή δεν την άκουσε κανείς. Ή κι αν την άκουσε, δεν έδωσε σημασία: πολλοί φωνάζουν από τον πόνο του θανάτου δικών τους ανθρώπων. Ακολούθησε ο πανικός. Η… τυφλή φυγή!
Σε όσους τον ρωτούσαν τι συνέβη είπε ότι κάπου παραπάτησε και έπεσε άσχημα. Δεν τόλμησε ποτέ να ομολογήσει την ανίερη πράξη του, παρά μόνο μετά από κάποιο καιρό στον ιερέα που πήγε να εξομολογηθεί. Τα δάκρυά του πόναγαν και έτσουζαν τις πληγές του. Το θεωρούσε δίκαιο.
Δεν ξανάκλεψε, αλλά και δεν μπόρεσε να δουλέψει κάπου σωστά. Η αγορά τον έκανε δικό της… άνθρωπο, αλλά σαν τυφλό ζητιάνο πια. Οι δρόμοι τον άκουγαν να επαιτεί και να εκλιπαρεί τους περαστικούς για λίγο ψωμί και για λίγα χρήματα…
(Από το «Λειμωνάριον» του Ιωάννου Μόσχου, κεφ. 77)

http://tsotilion.blogspot.com/