Πρώτα το σήμα «THAMES» με κεφαλαία γράμματα, μετά η θεοπάλαβη επική μουσική του «Yakety Sax» του Τζέιμς Σπάιντερ Ριτς και του σαξοφωνίστα Μπουτς Ράντολφ και στη συνέχεια μία οπτικοποιημένη τρέλα με ανθρώπους να κυνηγιούνται γύρω στη βρετανική εξοχή ή αλλού: όσοι είμαστε άνω των 40 μπορούμε να γνωρίζουμε ότι αυτή ήταν η έναρξη του Μπένι Χιλ. Μια παράξενη εποχή που τα απογεύματα γυρίζαμε σαν τρελοί από φροντιστήρια και παιχνίδια έξω για να δούμε –έτσι πιστεύαμε– καθαρή, σκαμπρόζικη φάρσα.

Το άστρο του Μπένι Χιλ «κάηκε» σχετικά γρήγορα για τη δική μας εποχή, απίστευτα αργά για τη δική του. Κάποτε και μετά από σχεδόν 30 χρόνια τηλεοπτικής επιτυχίας, ο επικεφαλής της Thames Television, Τζον Χάουαρντ Ντέιβις, τον κάλεσε για να του ανακοινώσει το τέλος της συνεργασίας τους.

 

Ο τηλεορασάνθρωπος όχι ότι είχε αρχίσει απλώς να λαμβάνει σοβαρά τις κριτικές εναντίον του κωμικού για σεξισμό, ρατσισμό και αντικειμενοποίηση του γυναικείου σώματος. Είχε διακρίνει και την κόπωση στα αστεία του αιωνίως μοναχικού Άλφρεντ Χόθορν Χιλ και αποφάσισε να λήξει τη συνεργασία σε μια εποχή που κάθε βρετανική λίρα για τα σόου του είχε την αξία της.

 

Ο αναχρονισμός για τον οποίο κατηγορείται ο Χιλ είναι το ίδιο κουσούρι που βαραίνει όλο τον παλιό κινηματογράφο (ποιος ξεχνά τι έγινε με το «Όσα παίρνει ο Άνεμος»), την παλιά λογοτεχνία και εν γένει τον παλιό κόσμο, εκεί δηλαδή που σε κάποιο μικρό κομμάτι του μεγαλώσαμε κι εμείς, είδαμε, ξεκινήσαμε να σκεφτόμαστε και εν τέλει πήραμε μπρος λίγο πιο κριτικά.

 

Ο Χιλ πέθανε απογοητευμένος και μόνος, μπροστά σε μια ανοιχτή τηλεόραση, τέτοια εποχή το 1992. Το αθώο ’80 έμενε πίσω του πια σαν ξεφούσκωτο χρωματιστό μπαλόνι και οι κριτικές τον έγδερναν αγρίως, παρά τα βραβεία και την τιμητική λεπτομέρεια για την καριέρα του, ότι δηλαδή θαυμαστής του ήταν ο μέγας Τσάρλι Τσάπλιν.

 

Σήμερα, στο διαδίκτυο που ακόμη και το παρελθόν παίρνει τη θέση του –εδώ βρέθηκε και σκαναρίστηκε επιστολή του ’40 που κατάφερε να αποκαθηλώσει τον «Πολίτη Κέιν» από την κατάταξη του iMDB– για τον Χιλ βρίσκει κανείς ως επί το πλείστον πράγματα κακά.