Οι αιτίες της χρεοκοπίας του 2010 δεν φωτίστηκαν, η καταστροφική διακυβέρνηση της περιόδου 2015-2019 δεν πήρε ούτε την πολιτική ούτε τη θεσμική «απάντηση» που της άρμοζε

Μέσα σε μια εβδομάδα, ένα δικαστήριο, το ισχυρότερο του κόσμου, εξέδωσε μια σειρά αποφάσεων. Η πρώτη αναγνώρισε δικαίωμα σε όλους τους πολίτες να φέρουν κρυμμένα όπλα, χωρίς να είναι επιτρεπτοί περιορισμοί από τον νόμο – παρότι οι φόνοι στις ΗΠΑ έχουν φτάσει σε πρωτόγνωρα επίπεδα. Η δεύτερη αφαίρεσε τη συνταγματική προστασία από το δικαίωμα των γυναικών στην

άμβλωση, θεωρώντας ότι δεν θεσπίζεται στο αμερικανικό Σύνταγμα – παρότι το δικαίωμα ίσχυε για 50 χρόνια και η αμερικανική κοινωνία είναι συντριπτικά υπέρ της διατήρησής του. Η τρίτη κατέλυσε, κατά την έκφραση ρεπουμπλικανής βουλευτού, την «ηλίθια διάκριση κράτους και εκκλησίας» – παρότι η διάκριση εγκαθιδρύεται ρητά στην Πρώτη Τροπολογία του αμερικανικού Συντάγματος. Η τέταρτη αφαίρεσε το δικαίωμα στην Αρχή Περιβαλλοντικής Προστασίας να λαμβάνει αποφάσεις με «ευρείες συνέπειες» σε θέματα αρμοδιότητάς της – παρότι ο νόμος της δίνει τέτοια δυνατότητα και χωρίς αυτήν είναι αδύνατο να τηρηθούν οι δεσμεύσεις των ΗΠΑ, και της ανθρωπότητας, στον αγώνα κατά της κλιματικής αλλαγής. Ετσι έχασε κάθε αξιοπιστία και κύρος το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών.

Μέσα σε τρία χρόνια, που ακολούθησαν άλλα τρία από τη διεξαγωγή ενός ιδιαίτερα δημοκρατικού αλλά με νικητή την υποκρισία δημοψηφίσματος, ο πρωθυπουργός μιας μεγάλης χώρας ολοκλήρωσε το δείγμα γραφής του. Σε ένα δικαιικό και πολιτικό σύστημα που στηρίζεται στον άγραφο νόμο, την τήρηση των συμφωνημένων και τη νομιμοποίηση κάθε εξουσίας μέσα από την αξιοπρέπεια (decency), ο εκλεγμένος αυτός ηγέτης παραβίασε επανειλημμένα τον νόμο, είπε άπειρες φορές ψέματα, καταπάτησε συμφωνίες που ο ίδιος είχε υπογράψει, απέκρυψε στοιχεία από τη δικαιοσύνη και χρησιμοποίησε παράνομα έως απάνθρωπα μέσα για να διατηρηθεί στην εξουσία. Αποτελεί ελάχιστη παρηγοριά ότι, λειτουργώντας έτσι, ο Μπόρις Τζόνσον ετοιμάζεται να οδηγηθεί, μετά τη συλλογική, και στην προσωπική του έκπτωση.

Μέσα σε μια σύντομη αλλά εξαιρετικά πυκνή ιστορική περίοδο, που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «μεταμνημονιακή», και στην Ελλάδα οι θεσμοί σαπίζουν εκ των έσω. Το πρώτο χτύπημα, με σημείο αιχμής ένα δημοψήφισμα που οργανώθηκε εντελώς πρόχειρα και παράνομα κι έδωσε ένα αποτέλεσμα που αμέσως αντιστράφηκε από εκείνους που το οργάνωσαν με πρόθεση να το χάσουν, δόθηκε από μια εκλεγμένη κυβέρνηση που προέβη σε αντισυνταγματικές μεθοδεύσεις, αναμίχθηκε στη λειτουργία της δικαιοσύνης, φλέρταρε με αυταρχικά καθεστώτα (και ο Μαδούρο και ο Τραμπ και ο Ερντογάν εξέφρασαν δημόσια προτίμηση για εκείνη την ελληνική κυβέρνηση σε σχέση με τη σημερινή), έκαμψε ελευθερίες και χώρισε τους πολίτες σε «δικούς μας» και «απέναντι». Το τελειωτικό χτύπημα, παρά την κυβερνητική αλλαγή που ήλθε ως συνέπεια μιας τέτοιας πορείας, έδωσε η άρνηση, ή η ανικανότητα, του πολιτικού συστήματος και της ελληνικής κοινωνίας να κάνουν αυτοκριτική και να επιβάλουν κάθαρση.

Οι αιτίες της χρεοκοπίας του 2010 δεν φωτίστηκαν, η καταστροφική διακυβέρνηση της περιόδου 2015-2019 δεν πήρε ούτε την πολιτική ούτε τη θεσμική «απάντηση» που της άρμοζε, δικαιώματα, κράτος δικαίου και δικαιοσύνη δεν κατάφεραν να ανασυνταχτούν. Η πρόσφατη εντελώς διεκπεραιωτική και «εξισορροπητική» απόφανση του Δικαστικού Συμβουλίου, που επέλεξε να καμωθεί ότι δεν συνέβησαν γεγονότα που αποδείχθηκε ότι συνέβησαν, οριοθετεί το λυκόφως, αλλά όχι το τέλος, της δημοκρατικής οπισθοχώρησης. Ετσι πεθαίνουν οι θεσμοί: σταδιακά, μπροστά στα μάτια μας, λόγω ατολμίας, κακώς νοούμενων συμβιβασμών, απώλειας αισθήματος ευθύνης και επιβράβευσης των χειρότερων από τις κοινωνίες.