Κυριακή, Μαρτίου 23

Σε αυτή τη δύσκολη ζωή, δε ζεις, επιβιώνεις.

 

Είχα διαβάσει πριν κανένα χρόνο κάτι του Γιώργου Κωνσταντίνου. Με είχε απερίγραπτα θαμπώσει όχι μόνο η ερμηνεία του στο «Κάθε Πέμπτη κύριε Γκρην» αλλά και η ταπεινότητα, η σεμνότητά του, ο τρόπος που ήταν τα μάτια του δακρυσμένα, ο τρόπος που έβαζε τα χέρια του στο στήθος του στην υπόκλιση, μού έβγαζε αυτό που έχουν μόνο οι μεγάλοι, σπουδαίοι άνθρωποι.

Ακόμα να ντρέπονται. Να χαμηλώνουν τα μάτια. Να κοκκινίζουν.
Διάβαζα λοιπόν διάφορα κι είχα πετύχει μια συνέντευξή του. Είχα τότε πει, Θε μου, είναι ποιητής. Δηλαδή, θέλω να πω αν δεν είναι ποίηση αυτό, τότε τι είναι, ξέρεις, καμιά φορά την ποίηση τη βρίσκεις στον διπλανό σου, στον άγνωστο, στον άστεγο, στον εργάτη κι όχι στον επώνυμο ποιητή:
«Θυμάμαι, σαν παιδί,ένα Χειμώνα στο δρόμο που δεν έβρισκα συχνά φίλους.Όταν έπεφτε ο ήλιος σ' ένα κομμάτι του δρόμου,πήγαινα και στεκόμουν εκεί.Όταν ο ήλιος πήγαινε λίγο πιο πέρα, τον ακολουθούσα. Τον ακολουθούσα μέχρι να νυχτώσει...»

Η συνέντευξη ήταν αυτή:


«Μεγάλωσα με μια γιαγιά αγράμματη και υστερική.Η μητέρα μου γύριζε με θιάσους μπουλουκιών. Συχνότερη ήταν η απουσία της
από την παρουσία της.Μεγάλωσα, λοιπόν,
με τη σχιζοφρένεια της γιαγιάς,σε μια πλατεία Βάθης υποβαθμισμένη από τους οίκους ανοχής.Πέρασα δύσκολα παιδικά χρόνια. Πέρασα τραγικά.Τότε δέσποζε η πείνα και η δυστυχία ήταν αφόρητη.Πολλά παιδιά στη γειτονιά σπατάλησαν τα νιάτα τους. Δεν έκαναν τίποτα.Παρέμειναν στην κατάθλιψη.Τους έλεγα φανταστικές ιστορίες. Και τους άρεσε.Το παρατσούκλι που μου έβγαλαν, ήταν ''Ο Φαντασίας''.Μια μέρα με ρώτησε η μητέρα μου:''Μήπως θέλεις να γίνεις ηθοποιός;''Και είπα: ''Ναι.'' Κι έγινα.
Θα είμαι πάντα ευγνώμων - για τη μόρφωση που πήρα -στο Θέατρο Τέχνης.Ήμασταν υποχρεωμένοι να διαβάζουμε γιατί αλλιώς, σε θεωρούσαν αμόρφωτο.Και στο Θέατρο Τέχνης δε μπορούσες να είσαι αμόρφωτος.Έπρεπε να είσαι γνώστης
και του Ντοστογιέφσκι, και του Τολστόι και του Τσέχωφ.Από 'κει και πέρα ήταν στο χέρι μας πώς θα τα αξιοποιήσουμε όλα αυτά,
ανάλογα με ποιο χάρισμα μάς έδωσε ο Θεός. Tο ταλέντο που λένε.Νομίζω πως έκανα αρκετά καλά πράγματα.Έκανα και πολλά κακά, γιατί έμπαινε πάντα στη μέση το θέμα της επιβίωσης.Λάτρευα από μικρός τον κινηματογράφο.Ήταν παράδεισος το σινεμά για μένα.Είχα την τύχη να παίξω σε πολύ ωραίες ταινίες,που θεωρούνται κλασσικές σήμερα.Ο Αλέκος Σακελλάριος μου έδωσε το ''Προφιτερόλ''.Η καθοδήγηση ήταν δική του.
O αυτοσχεδιασμός δικός μου.Τώρα βλέπω ότι ήταν πολύ εύκολο να παιχτεί. Το προφιτερόλ μ' έφερε στην κορυφή και μ' έκανε θιασάρχη.Ένας καλλιτέχνης που έβαλε μέσα στο αίμα του το θέατρο,έχει μια τρομερή εξάρτηση από αυτό.Δε μπορεί να διανοηθεί τη ζωή του χωρίς αυτό. Είναι κάτι που δεν κόβεται.Αν κόψεις ένα ναρκωτικό, σώζεται η ζωή σου.Αν ένας ηθοποιός κόψει το θέατρο, θα μαραζώσει. Θα πεθάνει. Θα σβήσει η ψυχή του.
''Υπάρχει μια ρωγμή σε όλα. Από εκεί είναι που μπαίνει μέσα το φως''.
Είναι καταπληκτικός αυτός ο στίχος του Λέοναρντ Κοέν.
Εμείς που ζήσαμε τις μεγάλες στερήσεις σαν παιδιά, μοιραία αρχίσαμε να κυνηγάμε τον ήλιο.Και κυριολεκτικά.
Θυμάμαι, σαν παιδί,ένα Χειμώνα στο δρόμο
που δεν έβρισκα συχνά φίλους.
Όταν έπεφτε ο ήλιος σ' ένα κομμάτι του δρόμου,πήγαινα και στεκόμουν εκεί.Όταν ο ήλιος πήγαινε λίγο πιο πέρα, τον ακολουθούσα. Τον ακολουθούσα μέχρι να νυχτώσει...»
Διάβασα τώρα κάτι που ανέβασε η σελίδα Πρόσωπα. Λόγια του. Και καταλήγω πως ο Γιώργος Κωνσταντίνου είναι απερίγραπτα τρυφερός.Χρησιμοποιούσα παλιά πολύ τη λέξη «Μεταξωτός» από τους μεταξωτούς ανθρώπους του Νίκου Καρούζου, για κάποιους ανθρώπους που άγγιζαν το είναι μου. Χρησιμοποιήθηκε όμως πολύ μετά και από πολλούς κι έγινε καραμέλα, για μένα πια έχασε την αξία της, δεν μου έλεγε άλλο κάτι. Όμως εδώ, θα κάνω μια εξαίρεση. Ο Κωνσταντίνου, ένας άνθρωπος μεταξωτός. Όπως αυτούς που εννοούσε ο ποιητής.
Τα λόγια του:
«Θυμάμαι μια φορά - ήμουνα
νέος με ανησυχίες και απορίες
για το τί σημαίνει
αυτό το θαύμα που λέγεται ζωή -
βρέθηκα σ' ένα νεκροταφείο.
Άρχισα να διαβάζω στις πλάκες
τα ονόματα αυτών που είχαν φύγει
και κάτω από αυτά, τις χρονολογίες.
Ανάμεσα στις δύο χρονολογίες,
της γέννησης και του θανάτου,
υπήρχε ένα μικρό κενό. Λευκό.
Λευκό στο λευκό μάρμαρο.
Συνειδητοποίησα ότι
σε αυτό το μικρό κενό, ανάμεσα
στην άφιξη και στην αναχώρηση,
το άτομο έχει ζήσει μια ολόκληρη ζωή.
Έπαιξε σαν παιδί,
μεγάλωσε, σπούδασε, δούλεψε,
αγάπησε, παντρεύτηκε, γέννησε,
έκλαψε, πόνεσε, χάρηκε και έφυγε.
Όλα αυτά σε ένα διάστημα
πέντε πόντων.
Από τη μία χρονολογία στην άλλη.
Αυτή ήταν όλη του η ζωή.
Ένα μικροτσίπ που μέσα του
χώρεσαν μέρες, νύχτες, χρόνια,
χαρές, λύπες, απογοητεύσεις.
Και τότε, καθώς στεκόμουν εκεί,
ανάμεσα στα μνήματα, έκανα
μία σκέψη που με ακολουθεί ακόμα:
''Προσπάθησε να κρατάς σφιχτά
τις όμορφες ώρες.
Να αποβάλλεις τις δυσάρεστες.
Δικές σου είναι όλες. Τις κρατάς,
τις διώχνεις, τις κάνεις, ό,τι θέλεις.
Δεν είναι αναισθησία.
Είναι αυτοσυντήρηση. Επιβίωση.
Σε αυτή τη δύσκολη ζωή,
δε ζεις, επιβιώνεις.
Κι όσο πιο γρήγορα το καταλάβεις...»


Gianna Kouka.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Οιοσδήποτε θίγεται από άρθρο ή σχόλιο που έχει αναρτηθεί στο oxafies.com , μπορεί να μας ενημερώσει, στο oxafies@gmail.com ώστε να το αφαιρέσουμε άμεσα. Ομοίως και για φωτογραφίες που υπόκεινται σε πνευματικά δικαιώματα.

Στo oxafies.com ακούγονται όλες οι απόψεις . Αυτό δε σημαίνει ότι τις υιοθετούμε η ότι συμπίπτουν με τις δικές μας .