Σάββατο, Ιουνίου 8

Σύγχρονα Κολοσσαία, η ανάδυση του Ανθρώπινου Θηρίου και η οσμή του αίματος…

 από  olympiada

ΧΑΣΙΩΤΗΣΓράφει ο Βασίλης Δημ. Χασιώτης 

«Για δύο χιλιάδες χρόνια περίπου, εκατομμύρια νοημόνων κατά τα άλλα ανθρώπων ήταν βέβαιοι ότι η τεράστια πλειοψηφία των ανθρώπων που δεν μοιράζονταν το δικό τους πιστεύω, ή δεν έκαναν τις τελετές τους, θα έλιωναν στις φλόγες ια ολόκληρη αιωνιότητα, κατά την εντολή ενός θεού αγάπης».

Arthur Koestler : Ιανός, εκδ. Χατζηνικολή, Αθήνα, 1979, σελ. 25

Μια από τις συχνά επαναλαμβανόμενες σκηνές κοινωνικού αυτοματισμού, που έχει εισχωρήσει, σε μερικές περιπτώσεις και στους πιο στενές κοινωνικές σχέσεις, όπως π.χ. στις φιλικές.

Μια επίσκεψη ενός ζευγαριού στο σπίτι ενός στενού φιλικού ζευγαριού τους. Το ένα , η σύζυγος είναι δημόσιος υπάλληλος και ο σύζυγος, ιδιωτικός υπάλληλος, στο άλλο, ο ένας είναι ελεύθερος επαγγελματίας, υδραυλικός το επάγγελμα, η σύζυγός του δεν εργάζεται, ή, μάλλον, για να το θέσω ορθότερα, ασκεί το πιο βαρύ, υπεύθυνο και ταυτόχρονα μη αμειβόμενο λειτούργημα της νοικοκυράς, αφού παράγει μη αμειβόμενο οικονομικό έργο, πέρας της όποιας άλλης διάστασης μπορεί να έχει αυτό το «έργο», και η οικονομική αξία του οποίου αποτιμάται ευκόλως, αφού αρκεί να υπολογίσει κανείς τι θα έπρεπε να πληρώνει σε υπηρεσίες (π.χ. φύλαξης των παιδιών, καθαριότητας σπιτιού, μαγειρέματος κ.λ.π.) αν αυτές δεν παρέχονταν δωρεάν από την μη αμειβόμενη νοικοκυρά.

Στη παρέα λοιπόν, ο ιδιώτης επαγγελματίας υδραυλικός, ήταν πυρ και μανία κατά των δημοσίων υπαλλήλων, διότι πίστευε ότι στο πρόβλημα της κρίσης της χώρας και άρα και της δικής του επαγγελματικής κρίσης, ήταν οι δημιουργοί και οι κύριοι υπεύθυνοι αυτής της κρίσης. Μάλιστα, στην ανατροφοδοτούμενη έκρηξή του από τα ίδια του τα λόγια, ξέχασε ακόμα και τη φιλική σχέση με την παριστάμενη φίλη του, τη δημόσιο υπάλληλο, και περίπου της επιτέθηκε και προσωπικά, κάτι που προκάλεσε ακόμα και την επέμβαση της γυναίκας του.

Είκοσι χρόνια φίλοι, και μάλλον, τούτη η συνάντηση κινδύνευε, αν ήδη δεν το έκανε, να ρίξει «τίτλους τέλους» στη φιλική αυτή σχέση, επειδή ο υδραυλικός της παρέας πίστεψε στο «όλοι μαζί τα φάγαμε», το οποίο εστίασε ακόμα ειδικότερα στο «όλοι εσείς, οι δημόσιοι υπάλληλοι, τα φάγατε».

Ο υδραυλικός μας , πυρ και μανία λοιπόν.

«Εσείς» φταίτε, έλεγε απευθυνόμενος προσωπικά στην εμβρόντητη φίλη του, «που έπεσε έξω το Κράτος κι εγώ ο ιδιώτης επαγγελματίας, όχι μόνο εγώ, μα και ο κάθε ελεύθερος επαγγελματίας, όπως ο ηλεκτρολόγος, ο πλακάς, ο οικοδόμος, ο σιδεράς, ο μπογιατζής, και άλλες εκατοντάδες επαγγέλματα, πληρώνουμε τώρα τη νύφη».

Η φίλη του μόλις που πρόφτασε να ψελλίσει : «Όλα αυτά, τα κάνω εγώ, που με είκοσι χρόνια υπηρεσίας σα δασκάλα», (είναι το επάγγελμά της), «παίρνω, δηλαδή έπαιρνα καθαρά, κάτι λιγότερο από 1300 ευρώ το μήνα;»

Εκεί, ήρθε σε υπεράσπιση της γυναίκας του, ο σύζυγος της δημοσίου υπαλλήλου, ιδιωτικός υπάλληλος αυτός,  ο οποίος όσο πιο ευγενικά μπορούσε, εν ονόματι της φιλίας τους που προφανώς προσπαθούσε να διασώσει, ρώτησε τον φίλο τους, αν θυμόταν, στα είκοσι χρόνια γνωριμίας τους, που τον είχε χρησιμοποιήσει με την επαγγελματική του ιδιότητα, άπειρες φορές, πότε του είχε κόψει μια έστω απόδειξη για τα λεφτά που έπαιρνε, και με κάποια δόση απωθημένης κακίας, παραπονέθηκε ότι τον χρέωνε όσο και ένα ξένο. Είπε δε στον υδραυλικό, ότι η τάξη του, των ελευθέρων επιχειρηματιών, που φυσικά δεν περιλαμβάνει μόνο υδραυλικούς και ηλεκτρολόγους, μα και γιατρούς, εργολάβους, μηχανικούς κ.λπ., και εν γένει η τάξη των εμπόρων, των βιοτεχνών, των βιομηχάνων κ.λπ., όχι τώρα τη περίοδο της Κρίσης, μα χρόνια πριν απ’ αυτή, τα εισοδήματα που δήλωναν ήταν κλάσμα των εισοδημάτων των μισθωτών και των συνταξιούχων, που φορολογικά ήταν και είναι οι πιο πλούσια τάξη! Συνεπώς, συνέχισε ο σύζυγος της δημοσίου υπαλλήλου, όλες αυτές οι τάξεις, απολάμβαναν κοινωνικών και κρατικών υπηρεσιών για τις οποίες είτε δεν πλήρωναν τίποτα, είτε πλήρωναν πολύ λίγα σε σχέση με όσα απολάμβαναν, και φυσικά αυτά πληρώνονταν από τους «φορολογικά πλούσιους» μισθωτούς και συνταξιούχους. «Καλό είναι», συνέχισε, «Φίλε μου, αφού έτσι το θέτεις το ζήτημα, να τα βάλουμε κάτω σ’ αυτό το τόπο, και να κάνουμε ένα ισοζύγιο, ο καθένας τι έπαιρνε και πόσα έκρυβε ή έκλεβε από το Κράτος, το οποίο για να καλύπτει αυτά τα ελλείμματα δανείζονταν, κι από εκεί και πέρα, αφού γίνει αυτό, έχουμε όλο τον καιρό να αλληλοσφαχτούμε. Σίγουρα θα βρούμε σ’ όλες τις τάξεις αγγέλους και απατεώνες, όμως, εδώ, μερικοί φόρεσαν το φωτοστέφανο του αγίου και μας δίνουν μαθήματα ηθικής; Ποιοι;… Ξέρεις όμως κάτι; Τσακωνόμαστε μεταξύ μας, ενώ στην ουσία βράζουμε και βράζαμε και πριν στο ίδιο καζάνι, ενώ αυτοί που μας βράζουν και μας ανακατεύουν με τη κουτάλα τους, γελάνε, για το πόσο ανόητοι τους φαινόμαστε.»

«Δεν είσαι καλά ενημερωμένος», απάντησε ο θιγόμενος τώρα υδραυλικός. «Ξέρεις τι έχω πληρώσει εγώ στο ελληνικό Κράτος όλα τα χρόνια που δουλεύω;»

Όμως η ανατροφοδοτούμενη με τη σειρά της  πλέον η έκρηξη του συζύγου της δασκάλας που θεώρησε τουλάχιστον απρέπεια την επίθεση που δέχτηκε η γυναίκα του ως φιλοξενούμενη στο σπίτι ενός θεωρούμενου φίλου, τον έκανε να μην ακούει τίποτα. Η κακία είχε πάρει τη θέση που πάντα ορέγονταν όλα αυτά τα χρόνια, που έβλεπε μια φιλία που κανείς δεν θα πίστευε ότι θα χάλαγε, και πάντως, όχι γι’ αυτό το λόγο. Ο σύζυγος της δασκάλας υπενθύμισε στο φίλο του : «Θα θυμάσαι βέβαια, πόσες κατουρημένες ποδιές είχες γλύψει για να σε διορίσουν υδραυλικό σε μια κρατική Τράπεζα κάποτε, όπως έλεγες, για να γλυτώσεις απ΄ το καθημερινό άγχος. Και θα θυμάσαι τον αγώνα μου έκανες να διορίσεις τη γυναίκα σου στο Δήμο, αλλά, δυστυχώς δεν το είχες πετύχει ούτε αυτό, και έβριζες νυχθημερόν όλους εκείνους που «σε ξέχασαν». Από τότε, κουβαλάς αυτά τα απωθημένα, που από τότε σου έβγαινε συνέχεια, αλλά όχι πάνω μας. Αν είχες όμως διοριστεί, όλα όσα λες τώρα, θα τα έλεγες από την ανάποδη». Σηκώθηκε, και μαζί μ’ αυτόν σηκώθηκε κλαίγοντας και η γυναίκα του, η δασκάλα, για να φύγουν.

Εδώ τέλειωσε η συζήτηση και η επίσκεψη, και μαζί μ’ αυτά τέλειωσε και μια φιλία δεκαετιών.

Είναι απίστευτη, όχι μόνο η ευκολία, μα και η έφεση προς αυτή την ευκολία, αρκετοί να καταπίνουν αμάσητη την προπαγάνδα που υποθάλπει τον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ των θυμάτων τής ξένης κατοχικής δύναμης, αυτής που επέβαλε την λεηλασία της συντριπτικής πλειοψηφίας της ελληνικής κοινωνίας, εν ονόματι της δήθεν εξυγίανσης της εθνικής μας οικονομίας, και που έθεσε ταυτόχρονα, υπό τη σκέπη της επιβληθείσας μνημονιακής της πολιτικής, υπό την ουσιαστική της προστασία τη μεγαλοδιαπλοκή και γενικά τη μεγαλοαπάτη που διαχρονικά λεηλάτησε το δημόσιο χρήμα και τον πλούτο της χώρας, παρά τις κάποιες «Ιφιγένειες» που ρίχνονται στη πυρά.

Τα ίδια τα θύματα που ρίχνονται στην αρένα των σύγχρονων Κολοσσαίων, και όχι μόνο αυτά, μα και όσα βρίσκονται στην «αναμονή» για να ριχτούν κι αυτά στην αρένα, μόλις αυτή καθαριστεί από τα «πτώματα» των προηγούμενων θυμάτων, προσφέρουν «θέαμα» στο φιλοθεάμον κοινό που στις κερκίδες «απολαμβάνει» το «θέαμα» αυτό. Διότι στην αρένα, όλα είναι τακτοποιημένα, σε βαθμό που δεν θα βρεις στο ίδιο το Κράτος. Δεν κάνουν το λάθος να ρίξουν όλη τη κοινωνία ταυτόχρονα. Μία – μία επαγγελματική τάξη. Έτσι, τη κάθε φορά που οι μονομάχοι της κάθε επαγγελματικής ή κοινωνικής Τάξης εισέρχονται στην αρένα για να μονομαχήσουν μέχρις εσχάτων, τα μεγάφωνα απαριθμούν τα «απαράδεκτα προνόμια» σε σχέση με άλλες επαγγελματικές ή κοινωνικές τάξεις εδώ στην ίδια τη χώρα, κι όταν αυτό δεν είναι επαρκές, επιστρατεύουν συγκρίσεις με άλλες χώρες, από εκείνες που πασχίζουν να φτάσουν τις αναπτυγμένες χώρες, αλλά που επί του παρόντος, προσφέρουν εξαίσια παραδείγματα, για το πώς «εκεί» ισχύει τούτο ή του άλλο, ό,τι δηλαδή ίσχυε στις αναπτυγμένες χώρες ΠΡΙΝ πετύχουν την ανάπτυξή τους, δηλαδή παραδείγματα ΠΩΣ ΘΑ ΠΑΜΕ ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΙΣΩ. Τέτοιες «αδικίες» «διαπιστώνοντας» το φιλοθεάμων κοινό, επικροτεί τον σφαγιασμό της «ΠΡΟΝΟΜΙΟΥΧΑΣ ΤΑΞΗΣ».

Ποιο είναι όμως αυτό το «φιλοθεάμον κοινό»; Είναι το ίδιο, η δεξαμενή από την οποία, σε επόμενη φάση, στα πλαίσια της στρατηγικής του σαλαμιού, θα «κληρωθούν» οι επόμενοι «μονομάχοι» που θα κληθούν να κατέβουν κι αυτοί στην αρένα σε μια μονομαχία μέχρι θανάτου, με το ίδιο τελετουργικό. Πλέον θα είναι κάποιοι απ’ αυτό το «κοινό της εξέδρας» το επόμενο «παράδειγμα απαράδεκτα προνομιούχων», που θα κληθούν κι αυτοί να μονομαχήσουν μέχρις εσχάτων. Δεν αντιλαμβάνονται ότι είναι και οι ίδιοι θύματα, και ότι η θέση τους δεν είναι προγραμματισμένη να βρίσκονται εκεί, στην κερκίδα, μα μέσα στην αρένα, στην οποία, άπαξ και μπεις, δεν έχεις άλλη προοπτική εξόν από το τέλος σου. Σ’ αυτούς τους «έως θανάτου» αγώνες, δεν υπάρχουν νικητές. Ακόμα και ο πιο δυνατός ή τυχερός μονομάχος, δεν θα εξαιρεθεί : θα εξακολουθεί απλά να μονομαχεί, έως ότου, ανθρώπινα, εξαντληθεί και χάσει τελείως και τη δύναμη και τη τύχη του.

Το χειρότερο δε όλων είναι ότι οι «ντοπαρισμένοι» «θεατές», δεν έχουν ντοπαριστεί μονάχα από το ίδιο το παιχνίδι, αλλά έχουν ντοπαριστεί και από όσα εκεί τους προσφέρουν, διότι όλη η μέρα «δεν βγαίνει» με το να κοιτά απλώς κάποιους να μονομαχούν. Κάποτε τους μοίραζαν «άρτο» : εδώ, όμως, ούτε καν «άρτος» δεν προσφέρεται. Εδώ η δίψα σβήνεται από το αίμα των θυμάτων, και η πείνα από τη σάρκα των θυμάτων. Ο «πεινασμένος» και «διψασμένος» ιδιώτης υπάλληλος, ζητά να ξεδιψάσει με το αίμα και να χορτάσει με τη σάρκα του δημόσιου υπαλλήλου, ενώ και οι δυό τους ζητούν να ξεδιψάσουν και χορτάσουν με το αίμα και τη σάρκα των «κακών» επιχειρηματιών, κι όλοι αυτοί, να σβήσουν τη δίψα και τη πείνα τους με αίμα και σάρκα κανενός ομοίως «κακού» «μεγαλοκαιφαλαιούχου», αδιακρίτως.

Είναι απίστευτο το πόσο επισφαλής είναι η αρετή του ανθρωπισμού στον Άνθρωπο, και πόσο λίγο χρειάζεται για να βγει απ’ το κελί του, το Θηρίο. Ακόμα και οι πιο ευγενικές επιδιώξεις, δεν θέλουν πολύ να μεταβληθούν σε εγκλήματα εναντίον των πλέον ευγενικών σκοπών : τα μεγαλύτερα εγκλήματα στη χριστιανική Δύση διαπράχθηκαν στ’ όνομα του Σταυρού, και εν ονόματι των πιο ελπιδοφόρων Ιδεών και Ιδεολογιών, επίσης διαπράχθηκαν τα πλέον ειδεχθή εγκλήματα στην Ιστορία.

Ευτυχώς όμως, αυτό το «φιλοθεάμον κοινό», δεν συνιστά την κοινωνική πλειοψηφία –θέλω να πιστεύω, και για να είμαι ειλικρινής, καταβάλω προσπάθεια να το πιστέψω.

Η μεγάλη (θέλω να πιστεύω) πλειοψηφία του λαού, προς τιμήν της, αρνείται να κόψει εισιτήρια για να παρακολουθήσει αυτές τις παραστάσεις ντροπής.

Και προσωπικά, σ’ αυτή τη συζήτηση του σύγχρονου κοινωνικού κανιβαλισμού, αρνούμαι να συμμετάσχω. Δεν θα συμμετείχα ούτως ή άλλως, αλλά, πολύ περισσότερο δεν συμμετέχω, έως ότου λάβω απάντηση σε «ορισμένα» ΑΝΑΠΑΝΤΗΤΑ ερωτήματα που έχω, όπως :

Τα τελευταία 20 χρόνια πού πήγαιναν τα 10 δισεκατομμύρια ευρώ ΕΤΗΣΙΩΣ από τη διαφθορά, συνολικά 200 δις για την εικοσαετία‼!

Τα τελευταία 20 χρόνια πού πήγαιναν τα 5-7 δισεκατομμύρια ευρώ ΕΤΗΣΙΩΣ από το λαθρεμπόριο καυσίμων, συνολικά 100-140 δις για την εικοσαετία‼!

Τα τελευταία 20 χρόνια πού πήγαιναν τα 5-7 δισεκατομμύρια ευρώ ΕΤΗΣΙΩΣ από το κύκλωμα φαρμάκων και υλικών υγείας, συνολικά 100-140 δις για την εικοσαετία‼!

Τα τελευταία 20 χρόνια πού πήγαινε η φοροδιαφυγή που ήταν περίπου το 30% ΕΤΗΣΙΩΣ επί του ΑΕΠ, συνολικά 700-800 δις για την εικοσαετία‼!

Πού πήγαν οι εισφοροδιαφυγές.

Πού πήγαν οι μίζες.

Πού πήγαν τα δισεκατομμύρια ευρώ με την Ολυμπιάδα.

Πού πήγαν οι υπερκοστολογήσεις των μεγάλων δημοσίων έργων.

Πού πήγαν τα τρισεκατομμύρια δραχμές στις μεγάλες λεηλασίες του Χρηματιστηρίου.

Όσο ΔΕΝ παίρνω καμία απάντηση σ’ αυτά –και όχι μόνο- τα ερωτήματα, ΑΡΝΟΥΜΑΙ οποιαδήποτε συζήτηση που έχει στο στόχαστρό της τον μισθωτό, ιδιώτη ή δημόσιο αδιάφορο, τον μικρομεσαίο επιχειρηματία και επαγγελματία, αλλά και τον συνεπή στις υποχρεώσεις του και νόμιμα δραστηριοποιούμενο οιοδήποτε επιχειρηματία αδιαφόρως μεγέθους. Και θα τολμήσω να πως, ότι είναι εκτός βεληνεκούς της κριτικής μου, κάτι που πριν τη Κρίση δεν ήταν, δηλαδή και η μικροφοροδιαφυγή, διότι, υπάρχει πληθωρισμός καταγγελιών γι’ αυτή, όμως, επικρατεί η σπάνις όταν δεν επικρατεί η σιωπή, για το «χοντρό παιχνίδι», εκεί, όπου η ετήσια φοροδιαφυγή ενός φορολογικού μικροπαραβάτη που θα πάει φυλακή για τα 5.000 ευρώ, δεν συνιστά, υποπτεύομαι τώρα, ούτε την ημερήσια φοροδιαφυγή ενός φορολογικού μεγαλοπαραβάτη, που αμφιβάλλω, πόσοι απ’ αυτούς θα κυνηγηθούν ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ και όχι για επικοινωνιακούς λόγους, όταν κάθε τόσο, είναι ανάγκη να σηκώνεται λίγο το καπάκι της χύτρας που ο βρασμός που συντελείται εκεί, κινδυνεύει να την μεταβάλει σε βόμβα έτοιμη να εκραγεί.

Έχω βαρεθεί να ακούω να λένε ότι το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι, αλλά ΜΟΝΙΜΩΣ ΚΑΙ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΑ ασχολούνται με το τμήμα από το κεφάλι ΚΑΙ ΚΑΤΩ, και κυρίως με τη περιοχή πέριξ της ουράς.

Και μια ειδική σημείωση για τους δεινώς πολεμούμενους δημοσίους υπαλλήλους.

Ποιο είναι το ωραίο εδώ;

Αυτοί οι οποίοι τα βάζουν με τους δημοσίους υπαλλήλους ως την ευνοημένη τάξη ενός πελατειακούς συστήματος, (ένα ηθελημένο ή και ενίοτε μη ηθελημένο προφανές προπαγανδιστικό επιχείρημα), και κατηγορούν το φαύλο αυτό πελατειακό σύστημα, εν τούτοις, είναι αυτό το «φαύλο πελατειακό σύστημα» που έχουν υποστηρίξει –συχνά με νύχια και με δόντια- και πολλοί από τους νυν κατηγόρους του. Διότι όπως  και να το κάνουμε, τα 35 και πλέον χρόνια εξουσίας του τόπου από νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ, τα κατ΄ εξοχήν κόμματα που εξέθρεψαν και υπέθαλψαν το πελατειακό κράτος, λάβαιναν ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΑ ποσοστά στις βουλευτικές εκλογές που ενίοτε υπερέβαιναν το 80%, αυτές οι ψήφοι δεν ήταν αποκλειστικά οι ψήφοι των δημοσίων υπαλλήλων, ακόμα δε κι αν ψήφιζαν ΟΛΟΙ τους τα δύο αυτά κόμματα, πράγμα βεβαίως που δεν συνέβαινε, δεν ήταν αρκετοί για να δώσουν τέτοια ποσοστά. Επομένως, όχι ένα ή δύο χρόνια, μα σε περίοδο μιας γενιάς και ακόμα παραπάνω, τούτος ο διαμαρτυρόμενος σήμερα για το θέμα αυτό λαός –και όχι μόνο για το θέμα αυτό, αλλά, μένουμε σ΄ αυτό-, δεν ήταν αυτός που επικροτούσε τούτο το Κράτος, ΣΕ ΟΛΕΣ του τις επιλογές και τον τρόπο λειτουργίας του; Σήμερα, ΔΗΘΕΝ, έκπληκτοι, «ανακαλύπτουν» ένα Κράτος που λες και βγήκε πίσω από το παραβάν ή μέσα από το καπέλο ενός μάγου σαν το λαγό στα ταχυδακτυλουργικά κόλπα. Και την ίδια στιγμή, ΣΤΟΝ ΙΔΙΟ ΒΑΘΜΟ, μήπως ήταν αυτό το Κράτος που ΕΠΙΣΗΣ ΠΕΛΑΤΕΙΑΚΑ επενέβαινε και ρύθμιζε προβλήματα μικρότερα ή μεγαλύτερα σχεδόν όλων των κοινωνικών εταίρων, συντεχνιακά ή μη, ΚΑΙ ΤΟΥ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΒΕΒΑΙΩΣ ΤΟΜΕΑ; Το ίδιο το διαχρονικό φαινόμενο της ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗΣ  ή ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΡΓΩΝ ή των ΑΜΥΝΤΙΚΩΝ ΕΞΟΠΛΙΣΜΩΝ, για να μείνουμε σε τρία μόνο παραδείγματα έχοντας παραλείψει πλήθος άλλων εξίσου σημαντικών, δεν φέρει όλα τα στοιχεία που εύκολα θα μπορούσαν να το προσδώσουν τον χαρακτήρα της κρατικής «πελατειακής ανοχής» (με το πολιτικό αζημίωτο ίσως;) απέναντι στο φαινόμενο αυτό, και άρα της «πελατειακής σχέσης» ΕΞΟΥΣΙΑΣ (και όχι δημοσίων υπαλλήλων) – ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΤΟΜΕΑ;

Πόσο πολύ πρέπει να τυγχάνουν ειδικής επισήμανσης τα αυτονόητα και αυταπόδεικτα; Φοβούμαι πολύ….