Παρασκευή, Μαΐου 5

Εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ Κίνας





Ενας «προαναγγελθείς» από τον Τραμπ εμπορικός πόλεμος κατά της Κίνας!

Ζέζα Ζήκου
Tα σενάρια περί εμπορικού πολέμου μεταξύ HΠA-Kίνας, που έχουν τροφοδοτηθεί από τις απειλές Τραμπ κατά των κόκκινων καπιταλιστών του Πεκίνου και ενδεχομένως να πυροδοτήσουν έναν φαύλο κύκλο όχι μόνο άγριου, αλλά και θηριώδους εμπορικού περιβάλλοντος, που έχει να συμβεί
από το 1930 (!), συζητούνται πλέον στην Oυάσινγκτον. Η διαβόητη «Smoot-Hawley Tarrif Akt» που επιβλήθηκε στις HΠA το 1930, παρέχοντας τον ύψιστο προστατευτισμό που επιζητούσαν οι αμερικανικές βιομηχανίες, επανέρχεται, προκαλώντας ανησυχητικούς συνειρμούς. Ηδη ένα ισχυρό λόμπι της αμερικανικής βιομηχανίας έχει εξασκήσει πιέσεις να επαναφερθεί σε ισχύ η ειδική ρήτρα «Super 301» της αμερικανικής εμπορικής νομοθεσίας του 1974, που παρέχει τη νομική δυνατότητα στην Oυάσινγκτον να επιβάλλει εμπορικές κυρώσεις κατά της Kίνας. H ενεργοποίηση της ρήτρας «Super 301» θα επιτρέψει στην κυβέρνηση Τραμπ να επιβάλει κατά βούληση δασμούς έως και 100% στις εισαγωγές κινεζικών προϊόντων.
Ορθώς η εύθραυστη σχέση οικονομικής αλληλεξάρτησης – γεωπολιτικής σύγκρουσης ανάμεσα στη μόνη υπερδύναμη του μεταψυχροπολεμικού κόσμου και στην ανερχόμενη μεγάλη δύναμη του 21ου αιώνα θεωρείται μια από τις κυριότερες παραμέτρους αβεβαιότητας στις διεθνείς σχέσεις. Βεβαίως, η παγίδευση της παγκόσμιας οικονομίας και ολόκληρου του κόσμου στη σύγκρουση των πολιτικο-οικονομικο-εμπορικών συμφερόντων HΠA / Kίνας τρομάζει. Mπορεί η ταινία «Battle Beneath the Earth» του 1967 να απεικόνιζε απλώς το ψυχροπολεμικό κλίμα παράνοιας της εποχής. Σήμερα, η οικονομική ισχύς της Kίνας είναι εκείνη που έχει πανικοβάλει τον κόσμο, περνώντας μηνύματα ότι οι Kινέζοι καταφθάνουν εφοδιασμένοι όχι με όπλα (ακόμη), αλλά με χρήματα.
Η αντεπίθεση της Κίνας ήταν άμεση από το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός, όπου ο Κινέζος πρόεδρος, Σι Τζινπίνγκ, κατήγγειλε τις θέσεις περί προστατευτισμού του Ντόναλντ Τραμπ. Πράγματι, η πρώτη παρουσία Κινέζου ηγέτη στο «κλαμπ» του Νταβός σηματοδότησε μιαν αλλαγή ρόλων, η οποία ενδέχεται να αποδειχθεί κομβική, καθώς, την ώρα που ο Τραμπ υψώνει τείχη προστατευτισμού γύρω από την αμερικανική αγορά, το Πεκίνο εμφανίζεται ως υπέρμαχος της παγκοσμιοποίησης!
Επί χρόνια, οι Αμερικανοί πρόεδροι αντιμετωπίζουν έναν γρίφο σχετικό με την Κίνα. Πώς να αντιμετωπίσουν μια χώρα που ασκεί επιθετική πολιτική εμπορικών εξαγωγών, χωρίς να απελευθερώσουν τις δυνάμεις του προστατευτισμού; Η οργή κατά της Κίνας οξύνεται ραγδαία από τον νέο πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, και δικαιώνει όσους πιστεύουν ότι η Αμερική θα πρέπει θωρακιστεί με μέτρα προστατευτισμού. Προεκλογικά (δηλαδή πριν από τον Νοέμβριο του 2008), ο Μπαράκ Ομπάμα είχε υιοθετήσει την άποψη ότι πρέπει να προστατευτούν οι αμερικανικές επιχειρήσεις με την επιβολή υψηλότερων δασμών (αντιντάμπιγκ) στις εισαγωγές κινεζικών προϊόντων στις ΗΠΑ, για να αντισταθμισθεί η επίδραση στην ανταγωνιστικότητά τους από το «χειραγωγούμενο» κινεζικό νόμισμα. Ωστόσο, όταν εξελέγη πρόεδρος των ΗΠΑ, ξέχασε τις υποσχέσεις του…
Επανειλημμένα στη Βουλή των Αντιπροσώπων υπερίσχυσε η «σκληρή γραμμή» κατά του Πεκίνου στο κρίσιμο θέμα της συναλλαγματικής πολιτικής. Καταγγέλλοντας ότι η Kίνα «χειραγωγεί» την υποτιμημένη ισοτιμία του νομίσματός της έναντι του δολαρίου ως επιδότηση, παραβιάζοντας την αμερικανική νομοθεσία, εξετάσθηκαν μέτρα κατά των κινεζικών εισαγωγών. Συνδικαλιστικές ενώσεις, βιομήχανοι και βιοτέχνες και μια ομάδα μελών του αμερικανικού Kογκρέσου, που αυτοαποκαλούνται «Συμμαχία Δράσης κατά του Kινεζικού Nομίσματος», έχουν ματαίως καταδικάσει το Πεκίνο ότι εξακολουθεί να εκμεταλλεύεται αθέμιτα το συγκριτικό πλεονέκτημα του χειραγωγούμενου γουάν έναντι του δολαρίου.
Βεβαίως, η «χειραγώγηση» του νομίσματός της από την Κίνα είναι μια πρακτική πολλών χρόνων που έχει καταδικαστεί εντόνως επί σειρά ετών από το αμερικανικό Κογκρέσο, ωστόσο καμία κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν τόλμησε ποτέ επισήμως να διατυπώσει αυτή την άποψη, για να μην εξοργίσει το Πεκίνο. Τα περισσότερα από τα διεθνή νομίσματα έχουν μεταξύ τους σχέσεις ελεύθερης διακύμανσης. Ενίοτε, πάντως, οι χώρες περιορίζουν τις εκροές κεφαλαίου όταν γίνονται μαζικές πωλήσεις του νομίσματός τους ή παίρνουν μέτρα για να αποθαρρύνουν τις μαζικές εισροές όταν φοβούνται πως οι κερδοσκόποι αγαπούν υπερβολικά τις οικονομίες τους. Η μεγάλη εξαίρεση είναι η Κίνα. Παρά τα τεράστια εμπορικά πλεονάσματα, οι κινεζικές Αρχές έχουν διατηρήσει την ισοτιμία του νομίσματος επίμονα αδύναμη. Δίνουν, έτσι, στους Κινέζους εξαγωγείς ισχυρό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών τους. Η πολιτική αυτή επιτείνει το πρόβλημα, εκτροχιάζοντας τη ζήτηση από τον υπόλοιπο κόσμο και κατευθύνοντάς την τεχνηέντως στις τσέπες των Κινέζων εξαγωγέων.
Η οικονομική πολιτική της Κίνας προκαλεί αντιδράσεις και δικαίως: η εμμονή του Πεκίνου να κρατά τεχνητά υποτιμημένο το νόμισμά του αποτελεί τροχοπέδη για την παγκόσμια ανάκαμψη και κάτι πρέπει να γίνει γι’ αυτό. Η τακτική αυτή άρχισε να εφαρμόζεται από το 2003, ώστε να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα των κινεζικών προϊόντων, αλλά πλέον έχει ξεφύγει από κάθε όριο. Το κόστος για τον υπόλοιπο κόσμο είναι βαρύ, αφού όλες οι ανεπτυγμένες οικονομίες αντιμετωπίζουν σήμερα πρόβλημα ρευστότητας, το οποίο δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με περαιτέρω μείωση των επιτοκίων (καθώς τα επιτόκια είναι ήδη σχεδόν μηδενικά). Η Κίνα, από την πλευρά της, δημιουργεί τόσο μεγάλο εμπορικό πλεόνασμα, ώστε να καθηλώνει την ανταγωνιστικότητα όλων των υπόλοιπων κρατών.
Γεννάται, επομένως, το ερώτημα του τι πρέπει να γίνει. Βέβαια, ο περισσότερος κόσμος πιστεύει ότι η Αμερική δεν τολμάει να προκαλέσει την Κίνα, επειδή η τελευταία είναι ο βασικός δανειστής της και, αν εκνευριστεί, θα ξεπουλήσει τα αμερικανικά ομόλογα που διαθέτει, βυθίζοντας στο χάος το δολάριο. Να δούμε… Τι θα γινόταν, όμως, αν το Πεκίνο προσπαθούσε να ξεφορτωθεί τα αμερικανικά του ομόλογα; Θα εκτινάσσονταν τα τραπεζικά επιτόκια στις ΗΠΑ; Η απάντηση είναι όχι, γιατί τα επιτόκια κρατιούνται χαμηλά από την Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed). Τα επιτόκια των μακροπρόθεσμων αμερικανικών ομολόγων θα αυξηθούν μεν, αλλά οριακά, αφού εξαρτώνται κυρίως από τις προσδοκίες των αγορών. Εξάλλου, η κεντρική τράπεζα θα μπορούσε να αντισταθμίσει την πώληση αμερικανικών ομολόγων από τους Κινέζους, αγοράζοντας εκείνη αμερικανικά ομόλογα. Είναι επίσης αλήθεια ότι, αν η Κίνα ξεφορτωνόταν τα ομόλογα του αμερικανικού Δημοσίου που διαθέτει, η ισοτιμία του δολαρίου θα μειωνόταν έναντι άλλων νομισμάτων, όπως το ευρώ. Αυτό όμως θα ήταν θετική εξέλιξη για τις ΗΠΑ, καθώς θα αύξανε την ανταγωνιστικότητα των αμερικανικών προϊόντων και θα μείωνε το εμπορικό έλλειμμα της χώρας.
Με άλλα λόγια, η Αμερική είναι εκείνη που κρατά στο χέρι της την Κίνα και όχι το αντίθετο. Αφού, λοιπόν, η Ουάσινγκτον δεν οφείλει να φοβάται τους Κινέζους, τι πρέπει να κάνει; Αφού, λοιπόν, η λογική δεν λειτουργεί στην περίπτωση της Κίνας, τι μας μένει να κάνουμε; Ας μη λησμονούμε ότι οι ΗΠΑ είχαν αντιμετωπίσει παρόμοιο πρόβλημα το 1971, όταν και θέσπισαν προσωρινό φόρο 10% στις εισαγωγές, έως ότου να εξαναγκαστούν η Ιαπωνία και η Γερμανία να αυξήσουν την ισοτιμία των νομισμάτων τους έναντι του δολαρίου. Κάτι ανάλογο μπορεί να γίνει και σήμερα για τις εισαγωγές από την Κίνα, μόνο που ο ειδικός αυτός φόρος θα χρειαστεί να είναι πολύ υψηλότερος, περίπου 25%.

 http://odosdrachmis.gr