Τρίτη, Απριλίου 28

Με μέτρα αποφυγής του συγχρωτισμού, τήρησης των αποστάσεων, σχολαστικής υγιεινής, απομόνωσης όσων νοσούν αλλά και προστασίας των ευπαθών ομάδων πληθυσμού αναμένεται να πορευθούμε και τους επόμενους μήνες. Με τους ειδικούς επιστήμονες να θεωρούν σχεδόν δεδομένο ότι θα υπάρξει δεύτερο επιδημικό κύμα από το φθινόπωρο και τους ερευνητές του πανεπιστημίου Χάρβαρντ να εκτιμούν με βάση τη συμπεριφορά άλλων κορωνοϊών ότι η «μάχη» με την COVID-19 θα διαδραματίζεται και τους επόμενους δύο χειμώνες, είναι σαφές ότι η νέα
καθημερινότητα περιλαμβάνει μάσκες σε κλειστούς χώρους με συγχρωτισμό, συχνό πλύσιμο των χεριών και αποστάσεις από τους άλλους.
Ελλείψει συλλογικής ανοσίας έναντι του κορωνοϊού, αλλά και ενός εμβολίου που θα μπορεί να χτίσει γρήγορα αυτή την ανοσία, ο στόχος είναι σαφής: πώς θα μείνει σε χαμηλά επίπεδα ο ρυθμός μετάδοσης της νόσου και παράλληλα να «ανοίξει» ξανά η κοινωνία με ασφάλεια και χωρίς να κινδυνεύσουν οι ευπαθείς ομάδες πληθυσμού.
Οπως επεσήμανε στην «Κ», ο αναπληρωτής καθηγητής Επιδημιολογίας - Προληπτικής Ιατρικής στο Εργαστήριο Υγιεινής Επιδημιολογίας και Ιατρικής Στατιστικής της Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ, και μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Υγείας, Δημήτριος Παρασκευής, «για κάθε ιό υπάρχει ένα κρίσιμο ποσοστό ανοσίας, το οποίο εάν έχει ένας πληθυσμός δεν υπάρχει κίνδυνος επιδημίας. Αυτό το ποσοστό εξαρτάται από τη μολυσματικότητα του κάθε ιού. Παραδείγματος χάριν για την ιλαρά, η οποία έχει βασικό αριθμό αναπαραγωγής R0 –αποτυπώνει τον μέσο αριθμό των ατόμων που θα κολλήσουν τη νόσο από ένα άτομο– μεγαλύτερο του 10, το ποσοστό όσων πρέπει να έχουν ανοσία για να αποφευχθεί μία επιδημία είναι 93%-95% και γι’ αυτό είναι σημαντικός ο καθολικός εμβολιασμός του πληθυσμού.
Για τον κορωνοϊό SARS-CoV-2 το αντίστοιχο ποσοστό έχει εκτιμηθεί στο 60%-70%. Δηλαδή για να μην υπάρχει κίνδυνος για επιδημία σε έναν πληθυσμό, τουλάχιστον έξι στους δέκα θα πρέπει να έχουν εκτεθεί στον ιό, να έχουν μολυνθεί, να έχουν αναρρώσει, και να έχουν αναπτύξει ανοσία. Αυτό δεν είναι ασφαλές να επιτευχθεί με φυσική έκθεση στον ιό και χωρίς την ύπαρξη εμβολίου. Και αυτό διότι το συγκεκριμένο παθογόνο έχει μία μη αμελητέα θνητότητα που εκτιμάται στο 0,5% έως 3%, δηλαδή για να μπορούσε να επιτευχθεί η ονομαζόμενη συλλογική ανοσία ή ανοσία αγέλης θα είχαμε περίπου 50.000-100.000 θανάτους στη χώρα μας».
Σύμφωνα με τον κ. Παρασκευή, ασφαλής εκτίμηση για το ποσοστό συλλογικής ανοσίας στην Ελλάδα δεν μπορεί να γίνει γιατί δεν γνωρίζουμε τον ακριβή αριθμό των ατόμων που νόσησαν από τον ιό. «Πάντως, σίγουρα θα είναι πολύ μικρό και σαφώς δεν θεωρείται κρίσιμο για προφύλαξη του πληθυσμού σε ενδεχόμενο δεύτερο κύμα, εάν δεν εφαρμοστούν μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης».
«Συνεχής προσπάθεια»
Πρόσφατα, ο γενικός διευθυντής του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, δρ Τέντρος Αντανόμ Γκεμπρεγέσους, ανέφερε ότι προκαταρκτικά αποτελέσματα από επιδημιολογικές μελέτες που διεξάγονται σε διάφορες χώρες, δείχνουν ότι ένα μικρό ποσοστό του πληθυσμού μπορεί να έχει μολυνθεί από τον ιό και ότι ακόμα και στις χώρες που έχουν πληγεί περισσότερο από την επιδημία, το ποσοστό αυτό δεν ξεπερνά το 2%-3%. Τόνισε δε ότι «χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων δεν σημαίνει το τέλος της επιδημίας σε καμία χώρα», προσθέτοντας ότι «απαιτείται συνεχής προσπάθεια σε ατομικό, κοινωνικό και κυβερνητικό επίπεδο, για τον έλεγχο του θανατηφόρου ιού».
Διαφορετικές περιοχές της Ευρώπης έχουν και διαφορετικά αποτελέσματα στο ποσοστό όσων έχουν θετικά τεστ αντισωμάτων στον ιό, (που σημαίνει, εφόσον είναι αξιόπιστα τα τεστ αυτά, ότι κάποια στιγμή είχαν μολυνθεί), αλλά σε καμία περίπτωση δεν πλησιάζουν τα επίπεδα επίτευξης μιας συλλογικής ανοσίας. Σύμφωνα με τον εκπρόσωπο του υπουργείου Υγείας για τον νέο κορωνοϊό, καθηγητή Σωτήρη Τσιόδρα, έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης κατέδειξε ότι ο αριθμός των θετικών τεστ αντισωμάτων κυμαίνεται από 1% στη Σκωτία, έως 14% σε περιοχή της Γερμανίας. Αντίστοιχα, στην Ολλανδία έρευνα κατέδειξε πως το 3% των ατόμων έχει ανοσία στον κορωνοϊό. Στη Γενεύη την πόλη που «χτυπήθηκε» περισσότερο από τον κορωνοϊό στην Ελβετία –μία χώρα που επίσης είχε πολύ μεγάλο αριθμό επιβεβαιωμένων κρουσμάτων και θανάτων– το αντίστοιχο ποσοστό ήταν στο 5,5%. Αλλωστε, η στρατηγική της ελεύθερης έκθεσης του πληθυσμού στον ιό με σκοπό το χτίσιμο ανοσίας της αγέλης, δεν έχει κατ’ ουσίαν υιοθετηθεί από καμία χώρα, ούτε καν από τη Σουηδία που ωστόσο επέλεξε μία πιο χαλαρή στάση, χωρίς αυστηρά περιοριστικά μέτρα, με αποτέλεσμα να  καταγράψει περισσότερους από 2.000 θανάτους.
Οπως σημειώνει ο κ. Παρασκευής, «συλλογική ανοσία δεν μπορεί να χτιστεί σε σύντομο χρονικό ορίζοντα, ελλείψει εμβολίου. Αυτό που θέλουμε είναι να κρατήσουμε τον ρυθμό μετάδοσης της νόσου μη αυξανόμενο και παράλληλα να κινούνται η οικονομία και η κοινωνία με ασφάλεια».
Σταδιακά οι πολίτες θα εκτεθούν στον ιό και η κοινωνία σαφώς δεν μπορεί να μείνει «κλειστή». Αυτό ωστόσο που προτάσσουν οι ειδικοί είναι η προστασία των ευπαθών ατόμων, που όπως όλοι συμφωνούν θα είναι και η τελευταία ομάδα πληθυσμού για την οποία θα αρθούν τα περιοριστικά μέτρα.
Η διάρκεια
Ενα βασικό ερώτημα, πάντως, που υπάρχει είναι τελικά πόσο διαρκεί η ανοσία από τον κορωνοϊό. Οι ειδικοί προς το παρόν κάνουν εκτιμήσεις για τον SARS-CoV-2, βασιζόμενοι σε δεδομένα άλλων κορωνοϊών, αναμένοντας και τις ειδικές μελέτες που θα ακολουθήσουν τους επόμενους μήνες. Αν και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας διατηρεί επιφυλάξεις έως ότου υπάρξουν συγκεκριμένες αποδείξεις, εκτιμάται ότι η ανοσία στον κορωνοϊό διαρκεί για τουλάχιστον ένα χρόνο. Πάντως, έως σήμερα δεν υπάρχουν επιστημονικά δεδομένα σύμφωνα με τα οποία άτομα που ανέρρωσαν από τη λοίμωξη COVID-19 έχουν κολλήσει ξανά τον ιό. Αυτό που έχει παρατηρηθεί είναι σε λίγες περιπτώσεις ατόμων που έχουν αναρρώσει να υπάρχει για μεγάλο χρονικό διάστημα –μπορεί να φτάνει και μήνα– θετική παρουσία του ιού.
Τα μοριακά τεστ και η αληθής εικόνα
Επιδημιολογικές μελέτες στον γενικό πληθυσμό, με τη χρήση διαγνωστικών τεστ αντισωμάτων έναντι του κορωνοϊού, αναμένεται να ξεκινήσουν το επόμενο διάστημα στη χώρα μας σε μία προσπάθεια να διαπιστωθεί η πραγματική διασπορά του ιού στην κοινότητα. Προϋπόθεση να καταλήξουν οι ειδικοί για το ποια τεστ αντισωμάτων είναι αξιόπιστα. Ωστόσο, όπως ανέφεραν στην «Κ» ειδικοί επιστήμονες, «ακόμα και το πιο τέλειο τεστ δεν μπορεί να δώσει ακριβή εικόνα, αλλά θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί ως δείκτης με αναγωγή στον πληθυσμό. ανθρωποι που είχαν πολύ ήπια συμπτώματα ή ήταν ασυμπτωματικοί και πιθανότατα ο οργανισμός τους είναι σε θέση να αντιμετωπίσει τον ιό άμεσα, μπορεί να μην κάνουν αντισώματα και να μην εντοπισθούν από τα τεστ. Οσοι δεν έχουν αντισώματα δεν σημαίνει απαραίτητα ότι δεν έχουν και ανοσία στον ιό. Το κρίσιμο για την επόμενη ημέρα, εκτός από το να γνωρίζουμε τι έγινε, είναι να παρακολουθούμε τι γίνεται. Και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τα μοριακά τεστ ανίχνευσης του ιού».