Ελευθερία είναι να καλπάζουμε έξω νου και νόμου.

Πώς θα ήταν μια κοινωνία σεξουαλικά ελεύθερη; Οπου ο έρωτας και ο οίστρος θα κυμάτιζαν σαν λάβαρα, θα προσκυνούνταν, θα θεωρούνταν ιεροί; Οπου ως αμαρτία δεν θα λογιζόταν η εκπλήρωση αλλά το πνίξιμο αντιθέτως της επιθυμίας; Και οι άνθρωποι δεν θα μετάνιωναν παρά για φιλιά που δεν δόθηκαν, για υποσχέσεις που έμειναν ανεκπλήρωτες, για δισταγμούς, προφάσεις και αναβολές;

Ανήκουμε σε ένα από τα ελάχιστα ζωικά είδη που νιώθουν σαρκική ηδονή. Τα περισσότερα θηλαστικά ζευγαρώνουν μηχανικά, κάθε που η θηλυκιά βρίσκεται σε γόνιμες μέρες, υπακούοντας απλώς στο ένστικτο της αναπαραγωγής. Για τις γάτες οι τσάρκες στα κεραμίδια είναι σωστό μαρτύριο, οι γάτοι κατασπαράζουν ο ένας τον άλλον κι όποιος επικρατήσει – με το αφτί έστω μασημένο, με το μάτι βγαλμένο – βιάζει κυριολεκτικά την ωραία του.

Σε εμάς αμφότερα τα φύλα ερωτεύονται και ερωτοτροπούν για την απόλαυση. Ο πόθος μας διαμορφώνει (το έχουν πει, πριν από τον Φρόιντ, ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης), ο πόθος μας εμπνέει και μας κινητοποιεί, μας κάνει ώρες-ώρες να ξεγελάμε τον θάνατο. Οι πιο αξιοσημείωτοι πολιτισμοί, τα αριστουργήματα της τέχνης έχουν πλαστεί με πρώτη ύλη τον πόθο. Κι όμως, το ανεκτίμητο αυτό δώρο το κακοποιούμε παντοιοτρόπως. Το αποσιωπούμε, το ξορκίζουμε, το φυλακίζουμε, πασχίζουμε να το ξεριζώσουμε. Σαν τον παράφρονα εκείνον Ωριγένη, του 3ου μ.Χ. αιώνα, που για να αγιάσει, έδεσε – λέει – σφιχτά με έναν σπάγγο τους όρχεις του ώσπου μαράθηκαν και έπεσαν. Ωριγένηδες καταντάμε όλοι μας – άλλος πολύ, άλλος λίγο. Κι ας μην αυτοευνουχιζόμαστε σωματικά. Γιατί άραγε;

Στο Ιράν, μια κοπέλα είκοσι δύο ετών συνελήφθη από την ειδική αστυνομία ηθών επειδή είχε τη μαντίλα της δεμένη χαλαρά και ξέφευγαν κάποιες εβένινες τούφες. Βασανίστηκε. Δολοφονήθηκε. Μόλις μαθεύτηκε το ειδεχθές έγκλημα, η οργή ξεχείλισε. Γυναίκες βγήκαν στους δρόμους, πέταξαν τις μαντίλες στη φωτιά, έκοψαν δημοσίως τα μαλλιά τους, σύμβολα ευσέβειας. Πρώτη φορά το ισλαμικό καθεστώς – «ισλάμ» σημαίνει υποταγή – αμφισβητήθηκε τόσο ανοιχτά.

Η κοινή γνώμη στη Δύση συγκινήθηκε, συμπαραστάθηκε. Εστω και από το Διαδίκτυο. Ακόμα και όσοι έχουν τρικυμία εν κρανίω και κόπτονται υπέρ του δήθεν δικαιώματος των μουσουλμανικών θυλάκων στην Ευρώπη να εφαρμόζουν τον δικό τους νόμο, τη σαρία, να καταπιέζουν φρικτά τις γυναίκες τους στο όνομα μιας θρησκευτικής ανεκτικότητας που είναι, στην πραγματικότητα, ανοχή της βαρβαρότητας. Η Δύση – στη μνήμη των δικών της επαναστάσεων και από τύψεις για την αποικιοκρατία – υποστηρίζει κάθε εξέγερση. Φοβάμαι ωστόσο ότι μπερδεύει τον απελευθερωτικό αγώνα με την ελευθερία.

Απελευθερωτικός αγώνας είναι να διαδηλώνουμε, να συγκρουόμαστε με το καθεστώς. Να δικαζόμαστε, να κάνουμε απεργίες πείνας. Να πέφτουμε ηρωικά. Να ομνύουμε από τους σκοτεινούς καιρούς μας σε ένα μέλλον παραδείσιο, που όσο το πλησιάζουμε, τόσο απομακρύνεται.

Ελευθερία είναι να καλπάζουμε έξω νου και νόμου.

Μία κοινωνία απαλλαγμένη από ηθικολογίες, καθωσπρεπισμούς, ψευτοσεμνότητες, ένας κόσμος που θα λάτρευε τον έρωτα σε όλες του τις εκφάνσεις δεν θα είχε χώρο για τους χλιαρούς. Για εκείνους που αρκούνται στη βολή ενός σπιτικού, μιας οικογένειας, μιας καριέρας. Η γυναίκα μου; Ο άντρας μου; Φράσεις άνευ νοήματος. Στην ελευθερία οι κτητικές αντωνυμίες θα είχαν εκλείψει. Και η αγάπη; Η αγάπη θα ήταν το επιστέγασμα, όχι το άλλοθι για παντοειδείς συμβιβασμούς.

Θα αντέχαμε έναν τέτοιο παράφορο κόσμο, χωρίς κυριούλες, χωρίς κυριούληδες, δεξιούς και αριστερούς; Οπου οι ταυτότητες και τα βιογραφικά δεν θα μετρούσαν μία εάν δεν τα επιβεβαίωνες με τη ζωντανή σου παρουσία ανά πάσα στιγμή; «Είσαι το αφεντικό; Μου γυάλισε, λυπάμαι, ο εργάτης…». «Είσαι η κόρη του αφεντικού; Θα προτιμήσω τη βοηθό πωλήτριας. Αυτή με ανάβει…».

Ελευθερία στην πράξη πάει να πει αέναη εναλλαγή, ρευστότητα, θυελλώδεις άνεμοι. Ο άνθρωπος -φευ- είναι ζωάκι ανασφαλές. Κουρνιάζει στη φωλιά του, βγάζει κάποτε το κεφάλι και παίρνει μερικές βαθιές ανάσες. Και γίνονται εκείνες οι ανάσες ποιήματα, τραγούδια, υγρό πυρ σε λελογισμένες δόσεις, ώστε να ξεγελάει την αβάσταχτη ρουτίνα.