Παρασκευή, Ιουλίου 3

Ταπί και ψύχραιμοι; ΟΧΙ, ΟΧΙ, ΟΧΙ! Για να πάρουν εκδίκηση των καταπιεσμένων τα όνειρα, που ’γιναν εφιάλτες

Ταπί και ψύχραιμοι; ΟΧΙ. «Για να πάρουν τα όνειρα εκδίκηση.»

Ψυχραιμία συνιστά ο Πρωθυπουργός. Μα, ακόμη, και το ψυχρό μας αίμα, αφαιμάξατε, μέχρι τελευταίας ρανίδος ευρώ, εσείς οι διαχρονικοί, μικροί τυφλοί ανίκανοι κυβερνήτες μας.
Ναι, ο ανάλγητος ξένος τραπεζίτης έκλεισε τις τράπεζες, όπως κοάζουν, στην γυάλινη παραμύθα, ευτραφείς κύριοι και παρλαλαλέουσαι κοιλίαι.

Όμως εμείς, οι οποίοι ζούμε από το μισθό ή την σύνταξή μας, και μόνο. Εμείς που δεν έχουμε εξαψήφιους τραπεζικούς λογαριασμούς, μα ούτε ένα ευρώ καταθέσεων. Εμείς, που μόνο με τον μόχθο της δουλειά μας, και ΟΧΙ με υποτραπέζιες (κάτω από το τραπέζι) μίζες, πάσης φύσεως
και φακελάκια, επιλέξαμε να ζήσουμε.
Εμείς, στην τελική, ΜΕΙΝΑΜΕ ΤΑΠΙ.
Ενώ οι κομματόσκυλοι και άλλοι καπάτσοι ελληνάρες, (Ελληνάρας: Homo Ellinarus Cafrus Frapedius), διάγουν βίον τρυφηλόν, με ξένα κόλλυβα. Με τον ιδρώτα του εργαζόμενου και συνταξιούχου, τρέφουν τις σαπιοκοιλιές των.

Επιμηθείς, δεν προνοήσατε, δεν προβλέψατε τις συνέπειες των αποφάσεών σας.
Ούτε καν, ο θεωρητικός των παιγνίων έκαμε μία ανάλυση αποφάσεων, ώστε να επιλέξει την καλύτερη δυνατή απόφαση, εξετάζων και αναλύων, όλα τα ενδεχόμενα, ακόμη και τα πιο απίθανα;

«Όμως, «οι συνετοί άνδρες (και κυβερνήτες) προλαβαίνουν τα κακά πριν να γίνουν και οι ανδρείοι όταν συμβούν τα διορθώνουν: συνετών ανδρών πριν γενέσθαι τα δυσχερή, προνοήσαι όπως μη γένηται∙ ανδρείων δε, γενόμενα ευ θέσθαι.». (Πιττακός).

Ο άνδρας ο σοφός και ο πολιτικός
«Ου μετανοείν αλλά προνοείν χρη.» (Επίμαρχος).

«Εκείνος που το καράβι κυβερνά της χώρας πρέπει να μιλάει στοχαστικά, βαστώντας το τιμόνι και τα βλέφαρα να μην του κλείνει ο ύπνος: Χρη λέγειν τα καίρια, όστις φυλάσσει πράγος εν πρύμνη πόλεως, οίακα νωμών βλέφαρα μη κοιμών ύπνω» (Αισχύλος).

Κι εσείς, που κυβερνάται τη Χώρα, τα τελευταία άθλια πέντε χρόνια, από εποχής Καστελορίζου, του Γιώργου του μικρού, μέχρι και σήμερα, όλοι εσείς, οι λαομπαίχτες, νταβατζήδες τους λαού, εκλιπαρείτε την ψήφο του, προεκλογικά, και γίνεστε λαγοί, όταν την αρπάξετε.

Κι εσείς, αδρανούντες, τον νήδυμον ύπνον της αλαζονικής εξουσίας κοιμώμενοι, περί άλλα τυρβάζετε. Πως θα διατηρήσετε τα καλά και συμφέροντα της εξουσίας σας

«Μα όταν η εξουσία συμφέρει, λογάριαζέ την για πόρνη.»

Ως πότε, θα μοστράρετε τη φκιασιδωμένη φάτσα σας, με τα φκιασίδια της εσπερίας, εσείς, οι σκουπιδάρχες της χωματερής των νεοελληναράδων, που τη δημιουργήσατε από το περίσσευμα της σκουπιδοσύνης σας;

Εσείς, οι αδιάντροποι των ξεδιάντροπων, μεταμοντέρνων νεοφιλελεύθερων καιρών

Ως θα αμαυρώνετε το ελληνικό πρόσωπο; Το πρόσωπο, που αντίκριζε την Ευρώπη κατάματα και η Ευρώπη, το αντίκριζε με δέος και σεβασμό;

Οι απάνθρωποι λαομπαίχτες, εμπαίζουν το καθαρό πρόσωπο, που αυτοί δεν έχουν, γιατί το βρώμισαν, ρουθουνίζοντας, σαν τα γουρούνια, στο γουρουνοστάσι της σύγχρονης νεοφιλελεύθερης Κίρκης, που προστάζει:

Άρπαξε. Κλέψε. Εξαπάτα.

Ο Κινησίας (ο κουνιστός του Αριστοφάνη), ο εραστής της πόλης.

Ο Πολέμαρχος της αρετής των καταγωγίων της βρωμερής ψυχής του και της άδειας σκέψης του. Η Αγία Τριάδα του: Βλακεία, Ανικανότητα, Χρήμα.

Ο Κοτζαμπάσης και ο Νταβατζής της Δημοκρατίας, που λιμνάζει μέσα στα κομματικά λασπόνερα. Ο «μπροστάρης» του λαού, που αν υπήρχε δικαιοσύνη, θα έπρεπε να δουλεύει στο κάτεργο, στο οποίο έχει ρίξει τον κοσμάκη.

Ο Πολυδάκτυλος Σαρανταχέρης, ο «τίμιος» φύλακας της δημόσιας περιουσίας, με μυστικούς, αόρατους λογαριασμούς, στους παραδείσους των φοροφυγάδων.

Ο Αληθίων των οκτώ ή των εννέα, με την αλήθεια να τρέχει, από το χαλασμένο καζανάκι της τρύπιας σκέψης του.
Ο Κωλορεβερέντζης (ο βαθέως και δουλικά υποκλινόμενος), των αφεντικών του: εργολάβων δημοσίων έργων, συνάμα δε, καναλαρχών, εκδοτών, άμα τε και τζογαδόρων και με τον νόμο.

Ο Κλινήρης του πνεύματος, με την σπουδαιογελοία επισημότητα του λείψανου, που ακαδειμίζεται (παριστάνει τον ακαδημαϊκό), κάτω από τον θόλο, απλώς γιατί έχει Κώλο και Προστάτη.

Ο Κολλυβιστής Σαράφης, ντόπιος και ξένος με τα σφουγγοκώλια του, που ρημάζει τη Χώρα, και χρεώνει τις κλεψιές του στους αδύναμους, γιατί, λέει, «μαζί τα φάγαμε». Ουστ, αρχικοπρίτη.

Όλοι αυτοί, ένοικοι της ταριχευμένης τους ζωής, κράζουν:
Μαζί τα φάγαμε.
Μαζί τα κάναμε.
Εξ’ ονόματός σου, Λαέ, κυβερνούμε. Εσύ, μας εξέλεξες.

Φτάσαμε στ ανείπωτα. Χορτάσαμε τα ψέματα.

Ας πούμε, ας δαχτυλοδείξουμε την αλήθεια. Έστω κι αν ; «Το σωστό που ο μικρός το ξεστομίζει Πικραίνει τους τρανούς και φαντασμένους: Οι γαρ πνέοντες μεγάλα τους κρείσσους λόγους πικρώς φέρουσι των ελασσόνων ύπο.». ( Ευριπίδης)

Ένα δάχτυλο ξεπροβάλλει μέσα από το σύννεφο, δείχνοντας το σημείο πάνω στον άγραφο χάρτη.
Οι μαυροπαγωμένες ρυτιδιασμένες, ραγιάδικες καρδιές, κάτω στην στέρφα γη των σκλάβων, αναρριγούν.

Μια μακρινή φωνή, πέρα, μέσα από απύλωτο στόμα βγαλμένη, συρίζει:

Αχ! τι ζωή είναι αυτή, σαν του φυτού, που κάνεις;
«Δυστυχισμένε μου λαέ καλέ και αγαπημένε.
Πάντα ευκολόπιστε και πάντα προδομένε.» (Δ. Σολωμός)

Η απόκοσμη φωνή φωνάζει:

ΕΞΕΓΕΡΣΗ!

Για να πάρουν εκδίκηση των καταπιεσμένων τα όνειρα, που ’γιναν εφιάλτες.
Οι μαυρισμένες σκιές των αδικημένων της γης, τη μέρα της δημιουργίας του Νέου Κόσμου, να γιορτάσουν.

Έλα, Λαέ της φωτιάς. Σκόρπα φως της φλόγας σου, να λάμψη ο καινούργιο κόσμος.

Να καεί το σαρακοφαγωμένο χτες.

ΚΑΙ, ΠΙΑ, ΤΟ ΑΥΡΙΟ ΣΑΝ ΤΟ ΧΤΕΣ, ΠΟΤΕ, ΠΙΑ, ΝΑ ΜΗ ΜΟΙΑΖΕΙ.

Οι εφτά σφραγίδες αποσφραγίστηκαν.

— Από πού το κρίμα;
— Από τους μνημονιομουνούχους.

— Και ποια η ώρα;
— Μεσημβρινή Καστελορίζου.

— Και ποιός έφερε τη συμφορά;
— «Τυφλοί μικροί και ανίκανοι Κυβερνήτες. Λαοί που αυτοκτονούν ομαδικά» (Γ. Σεφέρης)

— Και ποιοι οι συνεργοί;
— «Άνθρωποι, χωρίς ηθική και πίστη. Και κρίμα τα φώτα τους. Ότι ο άνθρωπος κάνει τα φώτα κι όχι τα φώτα τον άνθρωπον» (Μακρυγιάννης).

— Και με ποιανού «πατριώτη» τη συνδρομή;
— Όλων των πατριδέμπορων και πατριδολογάδων.

— Και ποιος σκότωσε το αύριο;
— Οι νταβατζήδες του λαού και οι πολιτικατζήδες.

— Και πού ήσουν εσύ, όταν το σκοτώνανε;
«Εμείς οι τρεις στον καφενέ, τσιγάρο πρέφα και καφέ και δε βαριέσαι, αδερφέ!»

Εκείνος, ο φλεγόμενος πυρπολητής, έρχεται.
Ρήμα άναρχο και Λόγος πύρινος.

Εγώ ειμί, ο ων, ο ην, και ο ερχόμενος, αεί.

Ο ΛΑΟΣ ΣΟΥ.
Οικιστής, οιακιστής, τιμονιέρης των νέων τόπων.

Έλα, Πυρφόρε μου Λαέ.
Κάψε τη Βαβυλωνοβαβέλ, την καστρωμένη και τη γητεύτρα.

ΕΞΕΓΕΡΣΗ!
Για μια καινούργια Ηλιούπολη. Ηλιόμορφη! Καστρωμένη, γκαστρωμένη τους πολίτες του φωτός.

Για ΛΑΟ και ΠΟΛΙΤΕΣ, που την πόλη κρατύνουν.

ΟΧΙ στέρφους αυνάνες, σπουδαιογελοίους, «πολιτισμένους» βάρβαρους. Νεοευρωπαιοέλληνες, που παθαίνουν αλλεπάλληλους οργασμούς,— άνευρος μαζοχυλός, μπροστά στο χαζοκούτι, — χάσκακες των αδόντων, χορευόντων, μπουρδολογούντων και λοιπών αιδοίων.

Για έναν και μόνον νόμο:
«Οι παραβάτες του φωτός, οι ΦΩΤΟΣΒΕΣΤΕΣ, θα ΦΩΤΟπυρπολούνται».

Φτάσαμε στ’ ανείπωτα.

«Μας έρχεται κάθε σκατάς, θαρρούμε πως σωθήκαμε,
Μα μόλις φύγει βλέπομε, πως αποσκατωθήκαμε.» (Ροΐδης, ο αφορισθείς.)

Ξυπνάνε οι άνθρωποι.

«Και δεν ακούν τα κόμματα και το μεγάφωνό τους
Τον χτύπο μόνο της καρδιάς που μας βαφτίζει ανθρώπους» (Δ. Σαββόπουλος).

«Μέχρι που ο ήλιος θα πορεύεται το ίδιο δρόμο, … εμείς ουδέποτε θα συμβιβαστούμε με τον Ξέρξη. … Θα αμυνόμαστε συνεχώς … Συ δε μη τολμήσεις να ξανάρθεις!: Έστ’ αν ήλιος την αυτήν οδόν ίη, … μήκοτε ομολογήσειν ημέας Ξέρξη. Αλλά επέξιμεν αμυνόμενοι… Συ τε του λοιπού μη επιφαίνεο!»

Οι Έλληνες «προμαχούντες Μαραθῶνι, χρυσοφόρων Μήδων ἐστόρεσαν (συνέτριψαν) δύναμιν.»

impious@otenet.gr