Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 20

Οστεοπόρωση και Ομοιοπαθητική


Οστεοπόρωση


Η συμβολή της Κλασικής Ομοιοπαθητικής Ιατρικής στην αντιμετώπιση της Οστεοπόρωσης
 Πέτρος Κράχτης
Ιατρός Κλασικής Ομοιοπαθητικής - Ρευματολόγος
Η οστεοπόρωση είναι η πιο κοινή νόσος των οστών στους ανθρώπους και αποτελεί μείζονα απειλή για την υγεία των γυναικών μετά την εμμηνόπαυση.

Κάθε χρόνο στις Η.Π.Α. συμβαίνουν περίπου 1.5 εκατομμύριο οστεοπορωτικά κατάγματα από τα οποία τα 250.000 αφορούν κατάγματα του ισχίου.
20% των γυναικών με κατάγματα ισχίου πεθαίνουν από επιπλοκές μέσα σε περίπου ένα χρόνο. Ένα επί πλέον 25% απαιτεί μακρόχρονη νοσηλεία και αποκατάσταση.
Τα σπονδυλικά κατάγματα του θώρακα και της οσφυικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης, προκαλούν επίμονο βασανιστικό πόνο, απώλεια ύψους και έντονη κύφωση ή παραμορφώσεις της θωρακικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης, οδηγώντας σε περιορισμό του εύρους των κινήσεων, αλλαγή στη στάση του σώματος, περιορισμό της αναπνευστικής λειτουργίας και πιθανές πεπτικές διαταραχές.
Σε μια ολιστική θεώρηση δεν μπορούμε να παραβλέψουμε καταστάσεις όπως η κατάθλιψη, τοάγχος, η χαμηλή αυτοεκτίμηση και η απώλεια δοντιών που είναι δυνατό να συνοδεύουν την οστεοπόρωση σε κάποιες κατηγορίες γυναικών. 
Η οστεοπόρωση είναι μια διαταραχή που χαρακτηρίζεται από μειωμένη οστική μάζα και /ή κακή «ποιότητα» οστού. Οδηγεί σε αυξημένη οστική ευθραυστότητα και κατά συνέπεια σε αυξημένο κίνδυνο κατάγματος.
Η μειωμένη οστική μάζα υπολογίζεται σα μειωμένη οστική πυκνότητα (BMD). Φαίνεται όμως ότι πρόκειται για διαταραχή που αφορά εκτός από την μειωμένη οστική πυκνότητα και περιορισμό της δύναμης του οστού. Οι παράγοντες που καθορίζουν τη δύναμη είναι η μάζα, η γεωμετρία, η μικροαρχιτεκτονική, οι εγγενείς υλικές ιδιότητες και η οστική ανακατασκευή.
Όταν μιλάμε για ανακατασκευή του οστού εννοούμε ότι σε όλη τη διάρκεια της ζωής ενός οργανισμού, συμβαίνει μια παράλληλη διαδικασία: οστική αποδόμηση-καταστροφή- απορρόφηση οστού και παράλληλα σχηματισμός νέου οστού.
Η οστική αποδόμηση γίνεται από τουςοστεοκλάστες που παράγουν ένζυμα που διασπούν τα δομικά συστατικά του οστού. Στον αντίποδα, οι οστεοβλάστες, παράγουν νέα δομικά συστατικά και στη συνέχεια ελέγχουν την εναπόθεση του μεταλλικού στοιχείου που προσδίδει στο οστούν τη χαρακτηριστική του σταθερότητα. Η φυσιολογική οστική ανακατασκευή αφορά μια ισορροπία ανάμεσα στη συνεχή οστική καταστροφή από τη μια και  το συνεχή σχηματισμού νέου οστού από την άλλη.
Όταν ο ρυθμός καταστροφής του οστού ξεπερνά το ρυθμό της επανακατασκευής του, τότε το αποτέλεσμα είναι η οστεοπόρωση.
Η οστική μάζα αυξάνει γοργά στη παιδική ηλικία, συνεχίζει δε να αυξάνει έστω και με μειωμένους ρυθμούς μέχρι τη δεκαετία των 20. Στις γυναίκες, η διαδικασία της «οριστικής» δόμησης του οστού ολοκληρώνεται νωρίτερα κάπου στα 17-18 έτη.
Η μέγιστη οστική μάζα παρατηρείται περί τα 28 έτη και στη συνέχει αρχίζει μια σταδιακή απώλεια 0.4% οστού κατ΄έτος, στον αυχένα του μηριαίου.
Μετά την εμμηνόπαυση ο ρυθμός απώλειας αυξάνεται σε 2% κατ΄έτος για τα πρώτα 5-10 έτη.
Η απώλεια οστικής μάζας συνεχίζεται και σε γυναίκες άνω των 70 ετών, με πολύ πιο χαμηλούς ρυθμούς.

Υπάρχουν πολλές κατηγορίες οστεοπόρωσης. Εμείς εδώ θα περιοριστούμε στη συνηθέστερη μορφή που είναι ημετά την εμμηνόπαυση οστεοπόρωση.

Η  Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας (Π.Ο.Υ.) όρισε την μετεμμηνοπαυσιακή οστεοπόρωση χρησιμοποιώντας το κριτήριο της  χαμηλής οστικής μάζας.
Χρησιμοποιώντας ορισμένους στατιστικούς δείκτες (Τ score) σε συνδυασμό με τα αποτελέσματα μιας ειδικής τεχνικής μέτρησης, της Διπλής ΦωτονιακήςΑπορροφησιομέτρησης (DEXA), όρισε ότι  όταν:
Τ> -1.0 έχουμε φυσιολογική οστική πυκνότητα
Τ> -2.5 αλλά <-1.0  έχουμε οστεοπενία
Τ< -2.5  έχουμε οστεοπόρωση


Παράγοντες Κινδύνου για εμφάνιση οστεοπόρωσης
Όσο περισσότεροι οι παράγοντες κινδύνου και ο συνδυασμός τους, τόσο μεγαλύτερη η πιθανότητα χαμηλότερης οστικής μάζας και κινδύνου κατάγματος.
Στην Κλασική Ομοιοπαθητική, η καταγραφή όλων αυτών των παραγόντων κινδύνου είναι εξαιρετικής σημασίας, γιατί εκφράζουν μία από τις θεμελιώδεις Αρχές της, αυτή της εξατομίκευσης, της αντιμετώπισης δηλαδή του κάθε ατόμου σα τελείως ξεχωριστού στην ολότητά του και στην ιδιοσυγκρασιακή ιδιαιτερότητά του.
Τις πληροφορίες γιααυτούς τους παράγοντες κινδύνου, ο σωστά εκπαιδευμένος και έμπειρος ιατρός τους συγκεντρώνει κατά την ομοιοπαθητική εξέταση, ή όπως ονομάζεται κατά τη λήψη του ομοιοπαθητικού ιστορικού.
Εκεί θα συγκεντρώσει πληροφορίες για το ατομικό ιατρικό ιστορικό του ασθενή, προηγούμενα νοσήματα στη διάρκεια της ζωής του, θεραπείες που προηγήθηκαν ή που λαμβάνονται ταυτόχρονα για άλλους λόγους, ανεπιθύμητες ενέργειες από τη δράση χημικών φαρμάκωνκ.λ.π.
Μεγάλη σημασία δίδεται από τον ιατρό της κλασικής ομοιοπαθητικής στη καταγραφή του οικογενειακού ιστορικού, δηλαδή η ύπαρξη σοβαρών διαταραχών του μεταβολισμού των οστών και σε άλλα μέλη της οικογένειας, σε προγόνους κ.λ.π. Όλα αυτά έχουν μεγάλη σημασία όπως θα δούμε παρακάτω αναφερόμενοι στους γενετικούς παράγοντες κινδύνου της οστεοπόρωσης. Τον Ομοιοπαθητικό ιατρό τον ενδιαφέρουν όμως και άλλα στοιχεία του οικογενειακού ιστορικού που φαινομενικά δεν συνδέονται άμεσα με διαταραχές του οστικού μεταβολισμού. Επειδή ο ομοιοπαθητικός ιατρός σκέφτεται και με όρους γενικής προδιαθέσεως που κληρονομείται από γενεά σε γενεά, αναζητεί στους προγόνους και στα άλλα μέλη της οικογένειας σοβαρά νοσήματα όπως π.χ. καρκίνο, αυτοάνοσα νοσήματα, εκφυλιστικά νοσήματα, χρόνια φλεγμονώδη νοσήματα, αλκοολισμό, σοβαρές διαταραχές του κυκλοφορικού, έμφραγμα ή αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο σε σχετικά νεαρή ηλικία,  σοβαρές ψυχιατρικές διαταραχές κ.λ.π. Όταν υπάρχουν ορισμένα από τα παραπάνω, τότε η ομοιοπαθητική πρόγνωση για την οστεοπόρωση της ασθενούς επιβαρύνεται αρκετά και αυτό είναι κάτι που πρέπει να γνωρίζει ο ιατρός που θα αναλάβει τη θεραπεία μιας γυναίκας με μια διαταραχή τόσο «συνηθισμένη» όσο η οστεοπόρωση κατά την εμμηνόπαυση.
Μετά τα όσα αναπτύξαμε σχετικά με τους προδιαθεσικούς παράγοντες κινδύνου, μπορούν να εξηγηθούν ορισμένες «ανεξήγητα» «επίμονες-ανθεκτικές» στη θεραπεία περιπτώσεις γυναικών με οστεοπόρωση, που παρά την εντατική και συστηματική χορήγηση χημικών παραγόντων που προορίζονται στο να μειώνουν την αποδόμηση οστού καινα αυξάνουν το σχηματισμό νέου, τα αποτελέσματα είναι απογοητευτικά.
Θα μπορούσαμε να πούμε λοιπόν ότι για το ιατρό της Κλασικής Ομοιοπαθητικής, εκτός από τη γενικευμένη στατιστικά παράμετρο της οστικής μάζας, εξίσου μεγάλη σημασία έχει τελικά και ο εξατομικευμένος για κάθε γυναίκα κίνδυνος οστικής βλάβης, που σα πιο σφαιρική παράμετρος προσφέρει περισσότερες πληροφορίες για τη πραγματική μελλοντική κατάσταση υγείας των οστώντης.

Γενετικοί παράγοντες
Οι νεαρές κόρες γυναικών με οστεοπορωτικά κατάγματα στην εμμηνόπαυση και γυναίκες συγγενείς πρώτου βαθμού με οστεοπόρωση έχουν αρκετά χαμηλότερη από το μέσο όρο οστική μάζα.
Οι μαύρες γυναίκες έχουν υψηλότερη οστική μάζα συγκρινόμενες με λευκές γυναίκες.
Έχει εντοπιστεί γενετική προδιάθεση για βλάβη στη θέση των υποδοχέων της βιταμίνης D . Γυναίκες με γενετική διαταραχή αυτών των υποδοχέων χρειάζονται πολύ μεγαλύτερες δόσεις βιταμίνης D.
Πιο λεπτόσωμες γυναίκες έχουν αυξημένο κίνδυνο οστεοπόρωσης.
Ο τρόπος ζωής 
Αυξημένη κατανάλωση ζωικών πρωτεϊνών, χωρίς παράλληλη κατανάλωση φυτικών πρωτεϊνών συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο κατάγματος στο αντιβράχιο.
Το κόκκινο κρέας οδηγεί στη παραγωγή οξέων, που με τη σειρά τους προκαλούν μετακίνηση αλάτων από τα οστά για τη διατήρηση της οξεοβασικής ομοιόστασης.
Αντίθετα δίαιτα πλούσια σε φρούτα, λαχανικά και φυτικές πρωτεϊνες, οδηγούν στη δημιουργία αλκαλικού περιβάλλοντος στα οστά, σταθεροποιώντας τη δομή τους.
Γυναίκες που καπνίζουν, έχουν ταχύτερη απώλεια οστού, χαμηλότερη οστική μάζα και μεγαλύτερο κίνδυνο για κατάγματα.
Η εμμηνόπαυση στατιστικά συμβαίνει περίπου 2 χρόνια νωρίτερα σε γυναίκες που καπνίζουν συστηματικά. Το κάπνισμα πιθανότατα εμπλέκεται στο μεταβολισμό των οιστρογόνων με άγνωστο μηχανισμό.
Η αυξημένη κατανάλωση αλκοόλ αυξάνει το κίνδυνο πτώσεων και καταγμάτων του ισχίου. Η μέτρια κατανάλωση αλκοόλ αντίθετα, μειώνει το κίνδυνο παθολογικού κατάγματος σε πιο ηλικιωμένες γυναίκες, πιθανότατα παρεμβαίνοντας στο μεταβολισμό των οιστρογόνων, αυξάνοντας το επίπεδό τους και αυξάνοντας την έκκριση της ορμόνης καλσιτονίνης.
Γυναίκες που αθλούνται συστηματικά, έχουν μεγαλύτερη οστική μάζα, αφού με τον τρόπο αυτό διεγείρονται οι οστεοβλάστες, τα κύτταρα που κατασκευάζουν νέο οστό.
Με μειωμένη οστική μάζα συσχετίζονται οι παρακάτω καταστάσεις:
Περιορισμένη  έκθεση στο ηλιακό φώς, ανεπαρκής πρόσληψη ασβεστίου και βιταμίνης D, κατά την κύηση και τη γαλουχία.
Χαμηλή καθημερινή πρόσληψη ασβεστίου με τη τροφή, υπερβολική κατανάλωση καφέ, υπερβολική κατανάλωση νατρίου στις τροφές (τροφές με συντηρητικά, τροφές fast-food), υπερβολική κατανάλωση φωσφόρου στη καθημερινότητα (κατάχρηση αναψυκτικών)

Η κατάσταση του εμμηνορυσιακού κύκλου
Καταστάσεις όπως, πρώιμη εμμηνόπαυση χωρίς τη χρήση ορμονικής θεραπείας υποκατάστασης, ιστορικό αμηνόρροιας στο παρελθόν (λόγω νευρικής ανορεξίας, υπερπρολακτιναιμίας, άσκησης), παρατεταμένα χρονικά διαστήματα δευτερογενούς αμηνόρροιας, καθυστερημένη εμμηναρχή, συχνοί ανωορρηκτικοί κύκλοι, προεμμηνοπαυσιακός υπογοναδισμός κ.ά, συνιστούν παράγοντες κινδύνου χαμηλής οστικής μάζας.
Νοσήματα
Όλα τα παρακάτω νοσήματα αποτελούν παράγοντες κινδύνου για οστεοπόρωση.
Νεφρική νόσος, νεφρολιθίαση
Ρευματοειδής αρθρίτιδα
Χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια
Πολλαπλούνμυέλωμα
Σακχαρώδης διαβήτης
Νευρογενής ανορεξία
Υπερθυρεοειδισμός
Πρωτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός
Χολοκυστοπάθεια,υποχλωρυδρία, πρωτοπαθής χολική κίρρωση
Ιστορικό καταγμάτων καταπόνησης
Ιστορικό παρατεταμένης κατάκλισης, παράλυσης
Ιστορικό καταγμάτων μετά τα 45 έτη
Παχυσαρκία
Απώλεια οστού των γνάθων, οδοντοστοιχίες πριν την ηλικία των 65, αυξημένη απώλεια δοντιών

Χημικά φάρμακα που προκαλούν οστεοπόρωση
Ισονιαζίδη, φουροσεμίδη, ηπαρίνη, τετρακυκλίνες, αντιεπιληπτικά, κορτιζόνη, λίθιο, αντιόξινα που περιέχουν αλουμίνιο.



Η αντιμετώπιση της Οστεοπόρωσης με τα χημικά φάρμακα
Τα τελευταία χρόνια υπήρξε μεγάλη εξέλιξη στη συγκέντρωση πληροφοριών σχετικά με τις μοριακές βιοχημικές διαδικασίες που σχετίζονται τόσο με την αποδόμηση όσο και με το σχηματισμό νέου οστού (αναβολισμό). Η κατάληξη αυτής της έρευνας ήταν να παραχθούν ορισμένα χημικά φάρμακα. Άλλα δρώντας ενισχύοντας τον οστικό αναβολισμό και άλλα εμποδίζοντας τον οστικό καταβολισμό, συνολικά βοηθούν σημαντικά στην αντιμετώπιση της οστεοπόρωσης. Η έρευνα της συμβατικής ιατρικής στο πεδίο αυτό συνεχίζεται εντατικά, επιδιώκοντας να συνδυάσει φάρμακα που  να ενισχύουν τον οστικό αναβολισμό καιταυτόχρονα να περιορίζουν τον οστικό καταβολισμό.
Τα φάρμακα που σήμερα βρίσκονται σε χρήση, με διαφορετικές ενδείξεις σύμφωνα με κριτήρια της συμβατικής ιατρικής είναι:
1.   Θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης, δηλαδή οιστρογόνα μόνα ή σε συνδυασμό με γεσταγόνα
2.   Εκλεκτικοί τροποποιητές των υποδοχέων οιστρογόνων όπως ηραλοξιφένη
3.   Διφωσφονικά από του στόματος, όπως ετιδρονάτη, αλεδρονάτη,ρισεδρονάτη
4.   Διφωσφονικά ενδοφλέβια, όπως η ζολεδρονάτη
5.    Το Στρόντιο
6.   Ανασυνδυασμένη ανθρώπινη παραθορμόνη
7.   Denosumab. Πρόκειται για μονοκλωνικό αντίσωμα

Τα προβλήματα με τα φάρμακα αυτά, όπως σε κάθε περίπτωση θεραπείας της συμβατικής ιατρικής είναι ότι δημιουργούνται προβλήματα (ανεπιθύμητες ενέργειες):
·       Στη θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης υπάρχει αυξημένος κίνδυνος καρκίνου του μαστού και στεφανιαίας νόσου, αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου και φλεβικής θρομβωτικής νόσου.
·       Τα από του στόματος διφωσφονικά ενοχοποιούνται για διαταραχές του ανώτερου πεπτικού, διάρροια, αρθραλγία, δερματικά εξανθήματα και πρόσφατα για κρίσεις καρδιακής αρρυθμίας.
·       Είναι άγνωστες οι μακροπρόθεσμες επιδράσεις των διφωσφονικών. Δεν υπάρχει μεταξύ των ειδικών της συμβατικής ιατρικής ομοφωνία για το χρονικό διάστημα που μπορεί να συνεχιστεί με ασφάλεια η θεραπεία με τα φάρμακα αυτά.
·       Δεν υπάρχει ακόμη ομοφωνία ως προς τον καλύτερο τρόπο για παρακολούθηση της θεραπείας της οστεοπόρωσης.
·       Η σχέση κόστους- οφέλους αναφορικά με τα πρόσφατα πολύ ακριβά φάρμακα, τους μονοκλωνικούς παράγοντες, την ανασυνδυασμένηπαραθορμόνηκ.λ.π. δημιουργεί προβλήματα σχετικά με το ποιες κατηγορίες ασθενών θα τα χρησιμοποιούν.
·        Εγείρεται το ζήτημα της χρονικής στιγμής που θα πρέπει να τα χορηγήσει ο συμβατικός γιατρός, παρεμβαίνοντας προληπτικά ή θεραπευτικά.

Η αντιμετώπιση της οστεοπόρωσης με την Κλασική Ομοιοπαθητική

Στον αντίποδα των παραπάνω προβλημάτων, η Κλασική Ομοιοπαθητική, αποτελεί μια εναλλακτική θεραπευτική λύση, ασφαλή και σαφώς πολύ πιο οικονομική.
Ο χώρος εδώ δεν μας επιτρέπει να επεκταθούμε σε λεπτομέρειες, αλλά θα προσπαθήσουμε να δώσουμε ορισμένα βασικά στοιχεία για τον τρόπο με τον οποίο δρα αποτελεσματικά.
Αναφέραμε ήδη ότι η οστεοπόρωση είναι το αποτέλεσμα της διαταραχής της δυναμικής ισορροπίας που υπάρχει ανάμεσα στην αποδόμηση παλιού οστού και στο σχηματισμό νέου.
 Αν υπολογίσει κανείς ότι η διαδικασία αυτή ελέγχεται από δεκάδες ενζυμικές αντιδράσεις, ότι επηρεάζεται από ορμόνες που κυκλοφορούν στο αίμα και καταλήγουν να δρούν πάνω στα κύτταρα, ότι ρυθμίζεται από το μεταβολισμό ιχνοστοιχείων όπως το ασβέστιο, το μαγνήσιο, ο φωσφόρος, το πυρίτιο, το φθόριο,  ότι εξαρτάται από τη χημική κατάσταση του αίματος που ονομάζεται οξεοβασική ισορροπία, από βιταμίνες όπως η Β6 και η Β12 και το φολικό οξύ, από τη νεφρική λειτουργία, από τη κατάσταση του εντερικού βλεννογόνου όπου απορροφάται το ασβέστιο, από το τύπο του ασβεστίου ώστε να γίνεται εύκολα αξιοποιήσιμο από το κυτταρικό μεταβολισμό κ.ά. αντιλαμβάνεται εύκολα και κάποιος μη ειδικός, το βαθμό πολυπλοκότητας του όλου συστήματος δόμησης και αποδόμησης των οστών.
Πρόκειται λοιπόν για ένα πολύ-συστηματικό νόσημα και σα τέτοιο χρειάζεται να προσεγγιστεί με τα δεδομένα της επιστήμης της ψυχο-νευρο-ενδοκρινο-ανοσολογίας. Η επιστήμη αυτή  βρίσκεται ακριβώς στο πυρήνα του Κλασικού Ομοιοπαθητικού  θεωρητικού μοντέλου, αλλά και της καθαυτής Κλασικής Ομοιοπαθητικής διάγνωσης και θεραπείας.

Μόνο η Κλασική Ομοιοπαθητική προσέγγιση μπορεί να αξιοποιήσει όλες αυτές τις πληροφορίες που προέρχονται από τόσο διαφορετικούς τομείς και να τις συνθέσει σε ένα συνεκτικό και αποτελεσματικό σχέδιο θεραπείας.

Αναφερθήκαμε σε άλλο σημείο του άρθρου μας αυτού,  στη σημασία του ατομικού και του οικογενειακού ιστορικού για την αξιολόγηση του κάθε ασθενούς ξεχωριστά και για τη διαμόρφωση της ομοιοπαθητικής πρόγνωσης. Ας δώσουμε ένα παράδειγμα:

Μία γυναίκα  με οστεοπόρωση στην εμμηνόπαυση, πιθανότατα ταλαιπωρείται από εξάψεις και αστάθεια του κυκλοφορικού συστήματος. Μπορεί να παρουσιάζει ακόμα συγκινησιακές διαταραχές, τάση για εύκολο κλάμα, έντονο ανεξέλεγκτο εκνευρισμό ακόμα και με αγαπημένα πρόσωπα, κρίσεις κατάθλιψης, διαταραχές στην όρεξη για φαγητό κ.ά.

Τα παραπάνω  ο κλασικός ομοιοπαθητικός  θα τα μελετήσει με πολύ προσοχήκαι θα τα συνυπολογίσει στην αντιμετώπιση της οστεοπόρωσης της ασθενούς. Θα αξιολογήσει ακόμα τη σεξουαλική επιθυμία της, τη ποιότητα του ύπνου της, το γενικό επίπεδο ενέργειάς της, τις αντοχές της και τις δυνάμεις της. Όλα αυτά είναι απαραίτητο να συνεκτιμηθούν, ακριβώς γιατί όπως προαναφέραμε, η οστεοπόρωση της εμμηνόπαυσης είναι ένα νόσημα που εμπλέκει πολλά συστήματα και αντανακλά διαταραχές σε πολλά επίπεδα του ψυχο-νευρο-ενδοκρινο-ανοσιακούάξονα.

Η κατάληξη όλης αυτής της αναλυτικής εξέτασης από το Κλασικό Ομοιοπαθητικό, είναι να χορηγηθεί θεραπεία με το κατάλληλο ομοιοπαθητικό φάρμακο, εκείνο και μόνο εκείνο που ενδείκνυται για την ολότητα των προαναφερομένων διαταραχών, συμπεριλαμβανόμενου φυσικά του προβλήματος της οστεοπόρωσης.

Η Κλασική Ομοιοπαθητική Φαρμακολογία διαθέτει μια σειρά από δοκιμασμένα, ασφαλή και αποτελεσματικά φάρμακα που ενδείκνυνται σε τέτοια θεραπεία. Όταν χορηγείται το ένα  ενδεικνυόμενο ομοιοπαθητικό φάρμακο, είναι έτσι παρασκευασμένο ώστε να διεγείρει τον αντιδραστικό μηχανισμό του ίδιου του οργανισμού. Διεγείρει κέντρα στον εγκέφαλο και στον υποθάλαμο, στον άξονα των ενδοκρινών αδένων και φτάνει η διέγερση αυτή μέχρι τις άκρες των νεύρων, των αγγείων,στο χώρο ανάμεσα στα κύτταρα, ως και στα κύτταρα τα ίδια, επαναφέροντας σιγά-σιγά την αρμονία του οργανισμού και βοηθώντας τα κύτταρα να χρησιμοποιήσουν με το καλύτερο δυνατό τρόπο τα προσφερόμενα θρεπτικά συστατικά, τα συμπληρώματα ασβεστίου, μαγνησίου, πυριτίου κ.ά που  οπωσδήποτε θα συγχορηγήσουμε στην ασθενή μας.

Έτσι, ολόκληρος ο οργανισμός ηρεμεί από τη μια και από την άλλη, ο μεταβολισμός των οστικών κυττάρων ισορροπεί στο επίπεδο που είναι καθορισμένο για το κάθε ξεχωριστό οργανισμό.
 Μόνο η Κλασική Ομοιοπαθητική μπορεί να επιφέρει τέτοια εντυπωσιακά αποτελέσματα με διάρκεια, χωρίς ανεπιθύμητες ενέργειες, γιατί μόνο αυτή έχει στο πυρήνα τόσο της διάγνωσης όσο και της θεραπείας, την αντιμετώπιση της ολότητας του οργανισμού σαν ένα πολύπλοκο σύστημα που αποτελείται από αλληλεπιδρώντα υποσυστήματα.

Θεραπείες με «ομοιοπαθητικά φάρμακα» που χορηγούνται πολλά ταυτόχρονα, με τον ίδιο τρόπο σκέψης όπως στη συμβατική ιατρική και που δε χρειάζεται κάν να χορηγούνται από ιατρό, δεν έχουν καμία σχέση με τη Κλασική Ομοιοπαθητική και βέβαια  δεν έχουν καμία  αποτελεσματικότητα. Έχουν επιπλέον  ανεπιθύμητες ενέργειες όπως και τα συμβατικά χημικά φάρμακα, αφού χορηγούνται «βιάζοντας» τον οργανισμό με τον ίδιο τρόπο με εκείνα.

Κλείνοντας, θέλω να κάνω μια ακόμα αναφορά στην υπεροχή του  συστημικού θεωρητικού μοντέλου που βρίσκεται στο πυρήνα της Κλασικής Ομοιοπαθητικής. Ακόμα και στην συμβατική ιατρική έρευνα, σιγά-σιγά, διαμορφώνεται ένα ρεύμα σκέψης που αναγκαστικά προσεγγίζει το θεωρητικό μοντέλο της συστημικής σκέψης. Αυτό φαίνεται στη διαμόρφωση του μοντέλου FRAX. για την οστεοπόρωση.


Είναι φυσικό, το θέμα της φύσης του κινδύνου κατάγματος, να βρίσκεται στο επίκεντρο της σύγχρονης έρευνας της συμβατικής ιατρικής.
ΈτσιδιαμορφώθηκετομοντέλοFRAX( WHOfractureriskassessmenttool).
Αυτό το εργαλείο αξιολογεί τον κίνδυνο κατάγματος σε ασθενείς.

Πρόκειται για πρακτική που προς το παρόν χρησιμοποιείται για ερευνητικούς  μόνο σκοπούς.
Χρησιμοποιούνται ειδικοί αλγόριθμοι, που ενσωματώνουν τα στοιχεία της μέτρησης της οστικής μάζας, ηλικίας, συχνότητα καταγμάτων που συνέβηκαν αλλά και αξιολόγηση των πραγματικών παραγόντων κινδύνου που υπάρχουν σε κάθε ασθενή.

Το αποτέλεσμα είναι ότι δημιουργούνται εξατομικευμένα κλινικά μοντέλα ασθενών που δίνουν πιο αξιόπιστη πληροφόρηση από αυτή του σχετικού κινδύνου όπως εξάγονταν μόνο από την αξιολόγηση της μέτρησης της οστικής πυκνότητας, (κάτι που ακόμα αποτελεί τη καθημερινή πρακτική της συμβατικής ιατρικής παρακολούθησης των ατόμων με οστεοπόρωση).

Συμπερασματικά λοιπόν, η Κλασική Ομοιοπαθητική σκέψη πρωτοπορεί, τόσο σα διαγνωστική προσέγγιση και θεραπευτική παρέμβαση, όσο και σα θεωρητικό μοντέλο έρευνας και στο πεδίο της οστεοπόρωσης.
Η Κλασική Ομοιοπαθητική, είναι μια αξιόπιστη εναλλακτική θεραπεία και για την οστεοπόρωση, ασφαλής και οικονομική.
Απαιτείται όμως η σωστή πληροφόρηση, ώστε οι ασθενείς να μπορούν να απευθύνονται σε σωστά εκπαιδευμένο και αξιόπιστο Κλασικό Ομοιοπαθητικό, αν θέλουν να αποκομίσουν τα μέγιστα δυνατά  οφέλη από την εναλλακτική αυτή θεραπευτική μέθοδο.